Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

“ΜΙΛΑΕΙ” ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Δεν του άρεσε το βυρσοδεψείο, η κατεργασία του δέρματος, το αντί υγιεινό περιβάλλον, κι έστησε ο Γιάννης Τσιούρης από το ‘45 το μάτι του πίσω από το φακό. Τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα του, αγορασμένη στην Αθήνα.

Ως επαγγελματίας φωτογράφος κρατικής επιχείρησης χωρίς στέγαση - η πλατεία τ’ Αργυροκάστρου ήταν το μαγαζί του - άρχισε να τραβάει φωτογραφίες με στιγμιαία γερμανική μηχανή “LEKA”.

Η “FEDI” έπεσε στα χέρια του το ‘61, όταν ξεκίνησε δουλειά στο συνεταιρισμό. Την αγόρασε από αξιωματικό σπουδασμένο στη Ρωσία.

-Ο φακός είναι η μηχανή - σου λέει. - Το πίσω μέρος της είναι κάσωμα, φτιάχνεται και από ξύλο.

Αυτά τα χρόνια πάτησε ένα - ένα όλα τα χωριά της περιοχής. Πότε πεζός, πότε με το ποδήλατο, σπάνια με τυχαίο αυτοκίνητο. 

Αποθανάτισε πανηγύρια, κηδείες, πολιτικές, πολιτιστικές εκδηλώσεις, γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες ...

Δεν είχε φλας η μηχανή. Τη νύχτα σταματούσε, δε φωτογράφιζε. Πήγαινε ξανά στο γάμο το πρωί.  

Φωτογράφισε τα πάντα, κάθε λεπτομέρεια εκείνης της εποχής. Ο λιγομίλητος Γιάννης, έγινε ο πιο φλύαρος μέσω του φωτογραφικού φακού. Έγραψε, χωρίς να το συνειδητοποιήσει μέσα του καλά, αλήθεια, ιστορία.

Έπιασε πάτο η δουλειά του με τη μαζική φυγή, με τ' άδειασμα του τόπου το ‘90. Κι αν γύριζε κάποιος μετανάστης προσωρινά στον τόπο του, δεν είχε ανάγκη για φωτογραφία. Είχε το δικό του "εργαλείο".

Μετά το ‘95, όταν στο κινητό ενσωματώθηκε η φωτογραφική μηχανή, έγιναν όλοι "φωτογράφοι".

Το διατηρημένο αρχείο του Γιάννη Τσιούρη, ένα σακί με φιλμ (ταινίες), είναι αναμφισβήτητα,πλούσιο υλικό για συγκρότηση ιστορικού μουσείου.

Συνιστώ φιλικά στον Λάμπη, στον προικισμένο καλλιτέχνη, κάποια στιγμή να επιλέξει τις καλύτερες φωτογραφίες του πατέρα του και ν’ ανοίξει μ’ αυτές μιαν καταπληκτική έκθεση.

Θα είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μεγάλη η έκπληξη. Θα συνταράξει, θα συγκλονίσει.

(Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Γιάννη. Άποψη από το γάμο του. Τραβηγμένη φωτογραφία από τον Λεωνίδα, τον αδελφό του).


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
12/08/2017

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...