(Όσο δεν επισκέπτεσαι τον τόπο σου, τόσο ξεπονάς)
Σε καθημερινή βάση, σε διάφορες συζητήσεις μεταξύ μας, εκφράζουμε το παράπονό μας, την ανησυχία μας, για το άδειασμα του τόπου.
Για τους πολλούς θανάτους και τους ελάχιστους τοκετούς στα χωριά μας.
Για τις αραιές επισκέψεις στα σπίτια μας, ακόμα και σε μέρες εορτών, τη μείωση στο ακέραιο των γάμων, των βαπτίσεων σε εκκλησίες και σε ταβέρνες του τόπου.
Μόνο μιλάμε για παραβιάσεις, για κλεψιές, για πιέσεις που δεχόμαστε από εθνικιστικούς κύκλους κι όμως αντίσταση καμία.
Το ξαναλέω. Παραβιάστηκε κλειστό σπίτι στο χωριό μου και ακόμα δεν ήρθε ο νοικοκύρης να το δει.
Ψάχνουμε τους ήρωες, ηρωποιούμε σημερινούς “αγωνιστές” σε έναν παραδομένο τόπο.
Ακόμα και για τους νεκρούς γίνεται κουβέντα, που καταφέραμε να τους ενταφιάζουμε μακριά. Σταδιακά ούτε τα οστά τους, τα λείψανά τους, δεν θα μεταφέρουμε στο νεκροταφείο του χωριού.
Θέλουμε ν’ αλλάξουν τα πράγματα, αλλά ο καθένας μας να είναι αμέτοχος. Η προσπάθεια να γίνεται από άλλους.
Εσύ να παραμείνεις στην ξενιτιά. Και να απαιτείς.
Καυχιούμαστε ότι είμαστε Έλληνες, αποκαλούμε τον εαυτό μας ομονοίτη, αλλά γινόμαστε φερέφωνα, φανατικά μέλη αλβανικών κομμάτων.
Σε τοπικές και βουλευτικές εκλογές, σύσσωμα πλέον, ψηφίζουμε αλβανικό κόμμα. Με τη δικαιολογία ότι στηρίζουμε πρόσωπο. Έλληνα, αλλά με δεμένη γλώσσα.
Αυτά και άλλα πολλά, για δείγμα προανέφερα μόνο λίγα παραδείγματα, με μία και μόνο λέξη, εγώ τα κατονομάζω “ΠΑΡΑΛΟΓΑ”.
Υστερόγραφο: Σωφράτικα, δεκαετία του '60. Δανεισμένη φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Γκούλιου.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
30/06/2017
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου