Έβαζαν κι άλλοι θεμωνιές, όπως ο Μήτσος Ρόγκος, ο
Βαγγέλης Σταμούλης ...
Όμως, στο χωριό, μια οικογένεια καθιερώθηκε καλά σε αυτή
τη δουλειά.
Αυτή του Κώτσιου Μαλιούκη.
Έπαιρνε ο Κώτσιος, μαζί του, από μικρά και τα παιδιά: Το
Γιάννη, το Λευτέρη. Καμιά φορά και τη Λία.
Για χαμαλίκι. για ένα χέρι
βοήθειας.
Για να τους μπει στο πετσί η δουλειά. Να μάθουν κι αυτά
πώς βάζεται, πατιέται το άχυρο γύρω από το ξύλο.
Πώς ρίχνεται πάνω στον πάσσαλο η τριχιά, πώς σκαρφαλώνεις
στην κορυφή της θεμωνιάς. Κάπου, εκεί, στα τέσσερα μέτρα ψηλά.
Παραμέρισε όλους τους άλλους η ποιότητα. Τους έβγαλε στην
άκρη. Αφού σάπιζε το χειμώνα η καλαμιά, απορροφούσε νερό η
θεμωνιά, “άναβε” ο ζαηρές.
Κατακάθονταν, γινόταν “πίτα”.
Τύχαινε και να σωριάζονταν κιόλας η θεμωνιά. Αυτό ήταν το
χειρότερο.
Τού το έμαθε η ανάγκη αυτό το επάγγελμα του Κώτσιου, τα
χωράφια του, τα πολλά ζώα που κρατούσε και ήθελαν το χειμώνα τάισμα.
Το άχυρο, η αλήθεια είναι, ότι είναι για σκάρισμα..., να
βρίσκεται το ζώο σε δουλειά. Περισσότερο οι κτηνοτρόφοι το χρησιμοποιούν για
στρώσιμο του στάβλου. Για γιατάκι του βιου.
Έπιαναν δουλειά από νωρίς το πρωί, με τη δροσιά. Η γάστρα του μεσημεριού εμπόδιζε. Τριβόταν, γλιστρούσε το άχυρο. Δεν το ‘πιανες εύκολα
στα χέρια. Δεν πειθαρχούσε στη θεμωνιά.
Συνήθως τις θεμωνιές τις έβαζαν σε άκρη σταροχώραφου, ή
κοντά σε στάβλο. Για να αποφεύγονταν η μεταφορά. Σπάνιζε να ‘μπαζε ο
συνεταιρισμός καλαμιά σε καλύβι.
Ο Κώτσιος με την οικογένειά του, τότε έβαζε και καβαλέτα.
Σε διαστάσεις: Τρία επί δώδεκα επί τρία.
Σε μορφή σπιτιού.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
24/03/2017
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου