Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΣΤΩΙΚΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΑΖΑΡΟΥ

(Πινελιά)

Ο Τέλης Ντούβλης από τη Βάνιστα έμαθε στην Αθήνα προπολεμικά το επάγγελμα του ράφτη.

Με το βελόνι, με το ψαλίδι, με μια παλιά ραπτομηχανή, με ένα σίδερο που ζέσταινε με ξυλοκάβρουνο … , ράβοντας, ξηλώνοντας, σιδερώνοντας καθημερινά, πέρασε αρκετά χρόνια της ζωή του.

Η δουλειά του στηρίζονταν ελάχιστα πάνω σε ράψιμο καινούργιου ενδύματος. 

Εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε το μπάλωμα και το μερεμέτι. 

Ο κόσμος πεινούσε, ήταν πάμπτωχος.

Όσες φορές  επισκεπτόταν ο Καθοδηγητής τη γενέτειρά του, υποχρέωναν τον Τέλη να τον σιδέρωνε.

Περίεργο, όμως, ο λόγος, η αιτία γιατί το σύστημα φυλάκισε, σκότωσε τον Τέλη στη φυλακή, δε μαθεύτηκε ποτέ. Γεγονός αυτό που παραμένει ακόμα μυστικό. Αίνιγμα, μεγάλη απορία.

Σε ένα σημείο της πέτρινης πόλης, πλάι σε μαγαζιά που πουλούν παραδοσιακά αντικείμενα:

Κεντήματα, ξυλόγλυπτα, πίνακες ζωγραφικής, διάφορα βιοτεχνικά είδη τουρισμού, βρίσκεται το ραφτάδικο, σε ενοικιαζόμενο χώρο, του Γιώργου. Του γιου του Τέλη.

Σταματάει ο τουρίστας στη τζαμαρία του με μισάνοικτη κουρτίνα, μπαίνει μέσα και φωτογραφίζει το ράφτη που γυρίζει το φθαρμένο γιακά μεταχειρισμένου πουκάμισου, στενεύει ή φαρδαίνει παντελόνι.

Ράβει και καινούργιο ένδυμα ο Γιώργος. 
  
Με τα σύνεργα του πατέρα του, που τον «κοιτάει» από την ασπρόμαυρη φωτογραφία, κρεμασμένη σε εμφανές μέρος του μαγαζιού,  ο Γιώργος συνεχίζει την παράδοση. Την ανεβάζει ποιοτικά ψηλότερα.

Πριν το ‘90 εργάστηκε σκληρά και με βάρδιες, σε μεγάλη κρατική επιχείρηση. Αντιμετώπιζε μ’ επιτυχία τα δύσκολα σημεία του κοστουμιού σε ραπτική φασών.

Όσοι γνωρίζουν καλά το Γιώργο Ντούβλη στ’ Αργυρόκαστρο, τον αποκαλούν ανεπιφύλακτα: «Πιστό εκπρόσωπο της τελειότητας, πραγματικό Κύριο όχι μόνο στο επάγγελμα. Με φιλοτιμία - μεγαλείο, παράδειγμα προς μίμηση…».

Τον διακρίνει η υπομονή και η σοβαρότητα. Είναι ο στωικός του Σταυροπάζαρου.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

28/01/2017     

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...