Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΘΕΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ

Μου γράφει, η συγχωριανή μου, Ρένα Διαμάντη, στα μηνύματα:
«Καλημέρα, Γιώργο!
Ψάχνοντας κάποια στοιχεία, για ενημέρωση, σε μια αμερικάνικη ιστοσελίδα (Βοστόνης Μασαχουσέτης) με επίσημα έγγραφα, βρήκα τυχαία διάφορες πληροφορίες
- καταγραφές πληθυσμού, που έγιναν το 1920, 1930…
Αν προσέξεις, κατά το τέλος της λίστας, θα δεις και ονόματα δερβιτσωτών…
Ο προπάππος μας, ο Γεώργιος Σαμαράς του Σπύρου, βρίσκεται σε δύο λίστες, καθώς και σε ένα ατομικό πιστοποιητικό …
Επίσης και ο Μάνθος Μάσσιος του Μιχάλη.
Προσδιορίζεται, σε αυτά τα έγγραφα, η καταγωγή τους…
Συγκεκριμένα ότι είναι από την Ήπειρο,
από την Τουρκία μετά,
Ήπειρο ή Αργυρόκαστρον σε συνέχεια.
Ποτέ, όμως, από Ήπειρο Αλβανίας…
Φαίνεται καθαρά από τη λίστα, στην καταγραφή, που έγινε το 1920, οι ερωτώμενοι απάντησαν ότι μιλάνε ελληνικά στα σπίτια τους και είναι από την Ελλάδα.
Στην καταγραφή του 1930 απάντησαν ότι είναι πλέον από Αλβανία, αλλά συνεχίζουν να ομιλούν ελληνικά στα σπίτια τους…
Απλός μου κίνησε την περιέργεια αυτό το υλικό, γι’ αυτό σου το έστειλα …!».

Αγαπητή μου Ρένα!
Με την προχωρημένη περιέργειά σου, παρατηρητικότητα και την ορθή τοποθέτησή σου, πάνω σε θέμα που αφορά την εθνική μας υπόσταση, έγραψες για το αναγνωστικό κοινό εσύ το κείμενο σήμερα.
Σε ευχαριστώ!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
26/12/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...