Σ’ ένα γεύμα
γνωριμίας, ο καλός μου φίλος, οδοντίατρος στο επάγγελμα, Σταύρος Νάτσιος, με
ευαισθησία, πλούσια συναισθήματα
- δεν πειράζει
ούτε μυρμήγκι, δεν αγγίζει κανέναν, κοιτάει τη δουλειά του -
με το δίκιο του καυχιέται
για δύο πετυχημένα οδοντιατρεία, δύο προκομμένους γιους, που έχουν λαμπρό
μέλλον, τη δουλειά που πάει καλά …
… αλλά
περισσότερο η κουβέντα του στράφηκε στην εργατικότητα, την ταλαιπωρία των γονέων του στο πρώην σύστημα:
Λέει όλο παράπονο:
«Η μάνα μου, η
Βαρβάρα, αρμέχτρα στους στάβλους του συνεταιρισμού, έκανε ογδόντα μεροκάματα το
μήνα.
Μούδιαζαν τα
χέρια της, από την πολύ κούραση,
άρμεγε
περισσότερο τη νύχτα στον ύπνο της.
Ο Παύλος, ο
πατέρας μου, από την πολύ δουλειά, ξεχνούσε να φάει. Αν άλλοι έκαναν φασόλια
στο χωριό, αυτός παρήγαγε τα διπλά. Έκανε το χωράφι κύλισμα, καθάριζε τις
πετρίτσες.
Αντί ενός χοίρου
για το Πάσχα, που μεγάλωναν οι συγχωριανοί, αυτός διέτρεφε δύο και μεγάλους».
Σε ταβέρνα, στο
Πέραμα, κάθισαν στο τραπέζι μας, αυθόρμητα, μέσω εξιστόρησης:
Το παρελθόν, το
παρόν.
Κατακλεισμένα από εργατικότητα…
Αλλά και η αισιοδοξία για το μέλλον.
Αλλά και η αισιοδοξία για το μέλλον.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
29/12/2016
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου