Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΓΙΝΑ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΜΑΝΤΑΣ...

Το επώνυμο «ΜΑΝΤΑΣ» έγινε πλέον συνώνυμο του γεφυριού. 

Αφού ο Σπύρος πολλά χρόνια τώρα καταγράφει γεφύρια, με τις ονομασίες τους, τις ιστορίες τους, τους  θρύλους τους.

Μπαίνει στη λεπτομέρεια. 

Ορισμένα είναι σκεπασμένα από χώμα, από βάτα, 

βρίσκονται σε δύσβατα μέρη. 

Τα ξεσκεπάζει,  τα μετράει, τα μελετάει, τα φωτογραφίζει... 

Κάθεται μετά, και με την ησυχία του, κάνει το στοχασμό του...

Μια φορά τον συνάντησα τυχαία στην Αθήνα. 

Ψηλός, λιγνός, μου έμοιασε με αγέρωχο, ασωρίαστο πέτρινο γεφύρι.

Μου είπε, κιόλας, στα πεταχτά, λίγα πράγματα, για το δικό του πάθος: 

«Ένα γεφύρι για μένα δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσο για την απέναντι όχθη. Όπου μπορώ να βρω νέα πράγματα, καλά και κακά… 

Ένα γεφύρι είναι η ζωή και χαρά σε όποιον το χρησιμοποιεί…» 

Χωρίς κανένα συγκεκριμένο στόχο, καιρό τώρα έβαλα το μυαλό μου σε δουλειά. 

Ψάχνω στη μνήμη μου και στην ύπαιθρο τα υπαρκτά κι ανύπαρκτα τσιμεντένια και πέτρινα γεφύρια του χωριού μου. 

Σημείωσα: 

Το γιοφύρι του Σιάνου, της Εκκλησίας, του Γκάση, του Νταμποριού ή του Τσιάμη, του Γηπέδου, του Ντερβενιού, του Σπάκα, του Κούστα, το Λιθαρένιο Γιοφύρι, της Ντοφτής, της Μαλουκάς…

Έγινα κι εγώ, για λίγο ΜΑΝΤΑΣ.

Θυμήθηκα τον εαυτό μου μικρό να "κατασκευάζω" γιοφύρια:  Στη Γούρα του Γουργού, στα Μουσιά, στις Μούρσες, στις Οβύρες… 

Όπου έβρισκα άμμο…



Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
29/11/2016


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...