Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΔΕ ΘΑ ΒΑΡΑΙΝΟΥΝ ΧΟΡΔΕΣ ΒΑΡΒΑΡΩΝ, ΑΛΛΑ ΕΜΑΣ...

Φιλοξενώ σήμερα στον “Αντίλογο” μια πεντακάθαρη, γνήσια φωνή, ένα σοβαρό, υπεύθυνο  άτομο, που πονάει τον τόπο του και αναλογίζει ευθύνες σε όσους δεν ανταποκρίνονται στο καθήκον τους.

Ένα δημοτικό τραγούδι, που τραγουδιέται σχεδόν σε όλες τις περιοχές μας, λέει:

Σαράντα χρόνια φυλακή,
κόρη μου καλαματιανή.
Λέει στα σίδερα δεμένος:
-Τι κακό ‘καμα ο καημένος;!
Κανείς δεν ήρθε να με δει,
κόρη μου καλαματιανή.
Μόνο μια κο…, μόνο μια κο...
μόνο μια κόρη μοναχή.
Γράφει γράμμα και μου στέλνει
και κρυφά μου παραγγέλνει:
-Ξένε μου το μαντίλι σου,
καημό που’ χουν τα χείλη μου.
Στείλτο μου να σου το πλύνω,
με τα δάκρυα μου που χύνω…!

Είναι ένα τραγούδι που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Όσο παμπάλαιο, άλλο τόσο και επίκαιρο.
Το παλικάρι της φυλακής, η ιδιαίτερη Πατρίδα μας.
Η κόρη που του γράφει και τον νοιάζεται, οι μεμονωμένες φωνές που ακουγόταν και ακούγονται κατά καιρούς υπέρ του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Ως πότε όμως; Σε 20 - 30 - 40 χρόνια το πολύ, το παλικάρι θα έχει χαθεί και η έγνοια της κόρης θα έχει μετατραπεί σε ένα ατέλειωτο μοιρολόι για άλλη χαμένη Πατρίδα.
Και οι αιτίες δε θα βαραίνουν χορδές βαρβάρων, αλλά εμάς τους ίδιους.
Πρώτων: Εμάς τους επιπόλαιους που θυμόμαστε την Πατρίδα μας μια φορά σε τέσσερα χρόνια, όταν γίνεται εκλογική αναμέτρηση.  Ορισμένοι μας καλούν με ένα 50 - ευρω (έξοδα μεταβίβασης) και πουλάμε την ψήφο μας, τη συνείδησή μας.
(Πόσο φτηνοί είμαστε Θεέ μου!)
Δεύτερων: Τους κοντόφθαλμους πολιτικούς μας, που ποτέ δε συνειδητοποίησαν τη βαρύτητα και τη σημασία της ιστορικής ευθύνης της πράξης τους απέναντι στον τόπο τους. Εκτός... αν εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα.
Και τρίτων: Τους ανθρώπους των γραμμάτων, γενικότερα, τη διανόηση του τόπου μας, που έχει βουλιάξει στον καναπέ της αδιαφορίας, αποποιούμενη της υποχρέωσης να πρωτοστατήσει, να πάρει θέση απέναντι στα πολλά και καυτά ζητήματα της Πατρίδας μας.
Ας ξυπνήσουμε, λοιπόν, από το λήθαργο όσο δεν είναι πια αργά.
Με τη ματιά και το νου πάντα στραμμένο προς το 1991 - 1992.
Άλκης ΝΤΑΛΕΣ
18/11/2016





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...