Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΕ ΚΛΑΔΕΜΕΝΟ ΣΥΜΒΟΛΟ

(Αφαιρέθηκε το 1914)

Το σκεπτικό μου, που ακολουθεί, εσείς οι νέοι του χορού, του τραγουδιού της Δρόπολης,

που διατηρείται με θυσία, προστατεύεται καλαισθητικά την παράδοσή μας,

σας παρακαλώ πολύ, μην το αντιλαμβάνεστε σαν αυστηρή κριτική, αλλά σαν συμβουλή.

Από έναν μεγαλύτερό σας, που σας αγαπά και στηρίζει την προσπάθειά σας.

Παρακολουθώ προσεκτικά και με ιδιαίτερη ικανοποίηση τις δοκιμές σας σε αίθουσα, τις εκδηλώσεις σας, τα καλλιτεχνικά σας ανταμώματα. Ακόμα και τα λαογραφικά σας ταξίδια.

Χαίρομαι που βλέπω τη Δερόπολη να πηγαίνει σε Κέρκυρα, σε Κόνιτσα …, παντού.

Μέσα στο χώρο σας και σ’ όλη την Ελλάδα, εκπροσωπείστε όμορφα  και με το επιλεγμένο σύμβολό σας.

Όμως …, πραγματικά, δεν μπόρεσα να καταλάβω, και λυπάμαι για την πράξη αυτή. όταν περάσατε το σύνορο, βρεθήκατε στα μέρη σας, στον τόπο της αυτονομίας, γιατί αφαιρέσατε από την αφίσα και όλο το σκηνικό, το 1914;!

(Ρωτάω και απορώ). Μήπως αυτό το σύμβολο το έχετε να σας εξυπηρετεί συγκυριακά;!

Χορέψατε, τραγουδήσατε το καλοκαίρι στην πετυχημένη εκδήλωση της Βάνιστας, «Δερόπολη δεν σ’ αλησμονώ», με κλαδεμένο (κουτσουρεμένο) σύμβολο.

Να εκφράσω την ταπεινή μου γνώμη γι’ αυτό το ενδεχόμενο:

"Από τη στιγμή που σχεδιάζεις κάτι και συμφωνείς να είναι σύμβολό σου, της διατήρησης της παράδοσής σου ή του αγώνα σου, δεν το αποχωρίζεσαι."


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
16/11/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...