Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΥΓΧΥΣΗ "ΧΩΡΙΟΥ ΜΕ ΦΩΤΑ"

Ρίξαμε αρκετή δουλειά, για να 'ρθει το βιβλίο "Ο χορός που μέριασε τη λύπη" στα σκαριά του,
σε δημοσιεύσιμη μορφή.
Για να φτάσει στο αναγνωστικό κοινό.
Όμως νιώθαμε μεγάλη ικανοποίηση, καθώς συντάσσαμε ποιοτικό συγκεντρωμένο υλικό, συνήθως από μαρτυρίες υπερήλικων.
Ακόμα και δημοτικά τραγούδια.
Ένα μεγάλο μέρος του υλικού, καθώς το αξιολογήσαμε - με τη ματιά, τη λογοκρισία του πρώην συστήματος - το κρίναμε ύποπτο, καταδικάσιμο.
Κι όμως η περισυλλογή του και η προστασία του έγινε από το Χρήστο ΓΙΑΝΝΗ εκείνον τον επικίνδυνο καιρό.
Τη χρονική περίοδο που αυτός εργαζόταν ως υπεύθυνος σε Εστία Πολιτισμού του χωριού.
Ήταν τεραστίων διαστάσεων το ρίσκο του.
Ο Βασίλης Νίκας από το Ζερβάτι, που προετοίμασε κι αυτός τότε τη συλλογή:
"Δημοτικά τραγούδια της Ελληνικής Μειονότητας",
μόλις είδε το υλικό, συμβούλεψε το Χρήστο:
"Πρόσεχε, γιατί θα καείς!".
Ορισμένοι, που δε γνωρίζουν ούτε από χωριό, ούτε από ιστορία, δεν ξέρουν καλά να διαβάσουν, κουτσομπολεύουν:
Τάχα ο Τάκης μπερδεύει τα γεγονότα, γράφει ότι θέλει... Βάζει κι από τη τσέπη του ο συγγραφέας.
Άλλοι που μεγάλωσαν μέσα στο βάλτο της Γλύνας, έφαγαν τη ζωή με το κουτάλι κι έχουν ανοιχτό μυαλό, παραπονούνται:
Είπε λίγα ο Τάκης, να είχε γράψει περισσότερα.
Σύγχυση "χωριού με φώτα".

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
29/10/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...