Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

“ΘΑ ΤΟ ΠΑΣ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ …!!!”

("Άμα ήταν καλή η δουλειά, θα δούλευε κι ο Δεσπότης")

Ενώ πλησίαζε η ώρα της κηδείας κι ετοίμαζαν το νεκρό να τον βγάλουν, κάποιος εξέφρασε την αμφιβολία του:


“Βλέπω να μην περνάει εύκολα το φέρετρο απ’ τη σκάλα, είναι στενή”.


“Ο συγχωρεμένος σου ‘κοβε σκάλα εκεί που δε στο χωρούσε ο νους και θα ‘φτιαχνε τη δική του ελαττωματική;! - πήρε την απάντηση”.


Ήταν άφταστος ξυλουργός ο Γιώργος Πάσχος.


Περισσότερο από το μπρατσόλι, το ροκάνι, το σκρεπάνι..., δούλευε ο τροχισμένος νους του.


Όταν ξεπροβόδισε την αδελφή του - το ‘39 για την Αμερική - η παραγγελία του - όνειρο... ήταν να του στείλει μόνο εργαλεία μαραγκοσύνης.


Από μία βαλίτσα - με τρυπάνια, σκαρπέλα, ξυλοφάγους…, που του ‘στειλε η Βίτα - και με τ' άλλα εργαλεία που ετοίμασε ο ίδιος - τις έκανε τέσσερις.


Κουβαλούσε τις βαλίτσες - βαριές μολύβι - με ζώο, με χαμάλη - από δουλειά σε δουλειά.

Σε κάθε σπίτι που 'πιανε δουλειά, πρώτα έκανε δώρο ένα καλαμίδι. Για ν' άνοιγε πέτουρα η νοικοκυρά και να 'ψηνε μπουρέκια, που τα 'τρωγε πολύ ο μάστορας.


Από το Νίκο Λιούμη έκλεψε την τέχνη, γιατί ο κονιτσιώτης μαραγκός την "έκρυβε", δεν σ' άνοιγε τα μάτια.

Κι εκπαίδευσε στη συνέχεια - στην παράγκα του όπου άκουγε με προσοχή τη Deutche Welle για γενική ενημέρωση, βασικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα - δεκάδες τσιράκια. Όπως το Σιώμο Λίτσιο, το Θοδωρή Μπάσσιο, το Μίλιο Γιώτη, τον Πάντο Σέλλιο…, που έγιναν άριστοι ξυλουργοί κι αυτοί.


Είχε λεπτό χιούμορ ο μάστορας. Άλλα τα έλεγε ανάποδα επίτηδες κι άλλα λακωνικά. Για να τον καταλάβαινες χρειαζόσουν ιδιαίτερη προσοχή.


Π.χ., στην επιχείρηση ένα πρωί ο υπεύθυνος του ανέθεσε ν’ αντιμετωπίσει αρκετό φόρτο εργασίας μέσα στη βάρδια του.  


Ο μάστορας μ’ απόλυτη ψυχραιμία τον εξηγεί: “Άμα δε νυχτώσει … σίγουρα θα γίνουν όλα αυτά που λες”.


- Αααα μάστορα άργησες σήμερα - του έκανε την παρατήρηση ο υπεύθυνος ένα άλλο πρωί.


-Μια φορά έκανα κι εγώ αυτό που το ‘χετε σεις συνήθεια κι αμέσως την κριτική - απαντάει ο μάστορας όλο χαμόγελο.


Τότε επισφραγίστηκε και το σοφό του: “Έρχομαι αργά στη δουλειά, για να φύγω γρήγορα”.


Σε σοβαρά μέτωπα, που απαιτούνταν ποιοτική εργασία, όπως στο Πολιτιστικό Μέγαρο των Τιράνων, όταν ψυχράνθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις και το παράτησαν οι Ρώσοι, στη μουσειακή πόλη του Μπερατιού, του Αργυροκάστρου, της Σκόδρας…, ήταν πάντα παρών ο Γιώργος.


Ακόμα και με ξυλόγλυπτα. Του ‘πιανε το χέρι, δεν άφηνε στραβοξυλιά.

Έβγαζε περισσότερα λεφτά με λιγότερη δουλειά, σε σύγκριση με τους μαστόρους του σιναφιού του, αφού - όπως έλεγε ο ίδιος - καταϊδρωνε στο παζάρι.


Βαριόταν με τα πορτοπαράθυρα, τ’ αργούσε. Έλεγε σε πελάτη που επέμενε. “Η καλή δουλειά σε 6 μήνες γίνεται”.


Από φιλοξενία;! Άστα να μην τα πούμε όλα… Ακόμα και το σκουπά απ’ την Κορυτσά, μάζευε από το δρόμο. Τον ξενυχτούσε σπίτι του.


Οι κουβέρτες και τα παπλώματα κατέβαιναν από το γιούκι αράδα και σκέπαζαν φίλους.
Ήταν άνθρωπος με πρωτοβουλία. Χωρίς να είχε πορτοφόλι, απέκτησε οικόπεδο, ξεκίνησε σπίτι. Το ‘κανε κιόλας δίπατο.


Του λέει όλο απορία τότε ένας συγχωριανός του: “Μεγάλο σπίτι έφτιαξες μάστορα”.


Του απαντάει στο πι και φι: “Θα γίνει η μηδική φέτος, γιατί μας χρειάζονται λεφτά”.


Τον έπαιρναν για σύμβουλο σε αδελφομοιράσματα. Σαν να ‘ταν γονέας περνούσε το μέτρο στο σπίτι, σε οικόπεδο, σε χωράφια... Έδινε μεστωμένες απαντήσεις σε δύσκολα οικογενειακά ζητήματα.


Τον κάλεσαν μέχρι και την τελευταία του πνοή.


“Άμα το είπε ο μάστορας έτσι είναι - έλεγαν οι συγχωριανοί που τον υπάκουαν, τον σέβονταν, είχαν νόμο το λόγο του.


Τον καλούσαν για μάρτυρα σε δικαστήρια, ποτέ δεν αδίκησε κανέναν, έλειπε το ψέμα από τη γλώσσα του.


Με τ’ αστεία του σου ‘διωχνε τη στεναχώρια. Δεν είχε κακία μέσα του. Βοηθούσε, ήταν πονετικός, πλούσιος σε ψυχή.  


Πήγαινε το τρίτο ο κοσμάκης στο κράτος. Συχνά και με βιολιά. Ο Κόλης Ντούλες ένα τροπάρι αποφάσισε να μην το δώσει. “Εγώ δεν θα το πάω είπε σε μέρος που ήταν εκεί εκείνη τη στιγμή και ο Γιώργος Πάσχος”.


Γύρισε ο μάστορας και του λέει: “Θα το πας και χορεύοντας! Όπως όλοι μας, δεν είσαι καλύτερος εσύ...".


Είχε ωραία σχέση με την τέχνη, με τον κόσμο, με τα λεφτά.

Έλεγε πάντα το δανεισμένο ρητό: "Άμα ήταν καλή η δουλειά, θα δούλευε κι ο Δεσπότης".


Ο καλός άνθρωπος δεν ξεχνιέται, ομολογείται…



Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
14/09/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...