Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΥΤΟΣ ΕΙΣΑΙ, ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΕΧΕΙΣ ...


(…, μην περιμένεις τίποτε περισσότερο...)


Κανείς δεν τα βάζει με σένα, ΚΟΣΜΕ,


Πάντα σε δικαιώνουν…, σε αποκαλούν αλάνθαστο κι ότι έχεις μνήμη...


Αλλά εσύ είσαι άδικος, κάνεις βαριά, ασήκωτα  λάθη και δεν θυμάσαι τίποτε.


Δεν έχεις μνήμη.


Γι’ αυτό βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση.


Φταις και πληρώνεις το τίμημα.


Παρασέρνεις, όμως και αθώους.


Εγώ π.χ. τι σε φταίω;!


Για σένα αγωνίζομαι, αλλά εσύ δεν συμπαραστέκεσαι.


Μένεις - κοίτα  πόσα κοσμητικά επίθετα θα αραδιάσω και δεν είναι μόνο αυτά -: “Αόρατος - αφανής. ανάμειχτος, ανέγγιχτος, άτολμος, απρόσωπος…


Συμφεροντολόγος.


Μην σε δει τίποτε ο πολιτικός που ψηφίζεις ότι στηρίζεις την άλλη άποψη… Φίδι κολοβό που μας έφαγε...


Σου αρέσει να ρίχνεις την πέτρα και να κρύβεις το χέρι.


Ένα παράδειγμα για επισφράγιση των όσων προανέφερα.


-Εδώ η Ρόδος, εδώ και το πήδημα-:


Το κείμενό μου, με πολιτικό περιεχόμενο “Η δίκη παρωδία ενός πρώην Υπουργού”, στον “Αντίλογο” δείχνει ότι διαβάστηκε από 2506 άτομα, ενώ στο φμπ, που κάνει κούκου το όνομά σου,  109 άτομα.


Ακόμα χειρότερα πάει η ανάρτηση με τίτλο: “Πρόεδρος Ομόνοιας που διχάζει”: Στο μπλογκ βλέπουμε 1663 διαβάσματα, ενώ στο φμπ μόνο 54.


Τότε από ποιον και τι ζητάς, έκφυλε ΚΟΣΜΕ;!


Από κανέναν και τίποτε. Ότι τραβάς σου αξίζει….!!!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

28/09/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...