Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΦΑΣΟΛΙΑ ΤΡΩΤΕ, ΓΙΑ ΦΑΣΟΛΙΑ ΜΟΛΟΓΑΤΕ…!»

Μιλήσαμε μόνο λίγα λεπτά μ’ έναν σκεπτικό δικό μας άνθρωπο, που έχει ιδέες, θέληση και πόνο για τον τόπο μας.


Κι εξάγαμε αρκετά συμπεράσματα.


Ο πραχτικός, Βαγγέλης Γκέλιος, σου προτείνει λύσεις.

Αλλά κανείς δεν κάθεται να τον ακούσει.


Δεν τον καλεί να πιει μ' αυτόν ούτε για έναν καφέ…!


«Εκεί που είναι ο κόσμος χρειάζεται υποδομή, μεγαλύτερη προσοχή - σου λέει.


Η Δερβιτσάνη που έχει τον κόσμο και είναι μεγάλο χωριό, να μετατραπεί σε κωμόπολη. Σε βασικό κέντρο. Σε Πρωτεύουσα του τόπου μας. Χωρίς να παραμεληθούν οι άλλες περιοχές...».


Κι αναφέρει τη φράση για να επισφραγίσει δυνατά, πιστά αυτό που είμαστε:


Την οπισθοδρόμηση:


(Χρόνια τώρα πια έχουμε χάσει όλο το φως).


«Κατά το 60 με 70 γύρισε πίσω ο λάλο - Κούλας - γέρος πια και κονομημένος - από την Αργεντινή, για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο χωριό.


Του έλεγαν τότε οι γοραντζινοί τ' ακουστά τους και συνηθισμένα.


Ότι εκεί - στη μακρινή χώρα - ο κόσμος τρώει με τρικούλι.


Ο μυαλωμένος λάλος "εξηγούσε" - αλλά ποιος να τον καταλάβαινε εκείνη την εποχή - :


«Εσείς φασόλια τρώτε, για φασόλια μολογάτε …!».


Και γελούσε...


Περίεργο. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και σήμερα.


Επικρατεί η καθυστέρηση.


Τα χρόνια κυλάνε, αλλά ο κόσμος δεν αλλάζει ...


Μένει ίδιος.


Κουβαλάει τα ίδια μυαλά.

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

24/09/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...