Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΓΙΟΣ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΑΓΙΟΥΣ

Στο Χλωμό έτυχε να βγουν από ίδια πόρτα - σε τέσσερις συνεχόμενες γενιές - τέσσερις ζωγράφοι.

Τα πινέλα, τα χρώματα, το τρίποδο κι άλλα σύνεργα, πέρασαν από χέρι σε χέρι κάτω από την ίδια σκεπή.

Πήρε το χρωστήρα του πατέρα του, του Σταύρου, ο Θεοδόσης. Ο ίδιος τον παρέδωσε στον Κώστα, το γιο του.

Ο χρωστήρας - σκυτάλη, τώρα βρίσκεται σε σίγουρα χέρια - σε αυτά της Μαρίνας, της εγγονής του Θεοδόση…

…Μπορώ να πω υπεύθυνα ότι ο Θεοδόσης Γιούσης - ο πλανόδιος λαϊκός ζωγράφος - που πέρασε το Μπουρέτο και  μετέτρεψε σε μόνιμο στέκι του τη Δερβιτσάνη, για να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογένειάς του - ήταν ένας από τους βασικούς εμπνευστές, ώστε στο χωριό μας να δημιουργηθεί σταδιακά ολόκληρη στρατιά από 35 ταλαντούχους ζωγράφους.

Αρκετά χρόνια στεγάστηκε στο παρατημένο σπίτι του Σπύρου Μπάσιου.

Εκεί και ζωγράφιζε.

Στην εκκλησία και στην κοινωνία, ήταν πάντα σιωπηρός, κρατούσε πάντα σταυρωμένα χέρια και κλεισμένο στόμα.

Έβγαλε ζαλωμένο στη καμπουρωτή του ράχη το γιο του, τον Κώστα, πέρα από το σύνορο, για να γιατρευτεί από βαρύ κρυολόγημα.

Αργότερα ο Κώστας έφτασε στην Αμερική, πέτυχε στη ζωγραφική. Με την τέχνη του ανέβασε ψηλότερα τις αξίες του πατέρα του και του θείου του.

Έμαθε την αγιογραφία στην Πόλη. Το ‘να δάχτυλο του χεριού του το ‘χε ακίνητο, σχεδόν νεκρό. Το ‘χασε από κρυοπάγημα, όταν δούλευε και μάθαινε παράλληλα σε ταλαντούχο ζωγράφο τη ζωγραφική.

Δεν έβαζε μπροστά, όπως κάνουν συνήθως οι συνάδελφοί του, καθώς ζωγραφίζουν, συγκεκριμένο άγιο. Διατηρούσε το πρότυπο μέσα στην ψυχή του. Κι από κει τ’ αντίγραφε.

Ζωγράφιζε και τοπία, πορτρέτα.

Στο πορτρέτο του υπερτερεί η γυναικεία μορφή.

Έστελνε το πορτρέτο της η γυναίκα, ζωγραφισμένο από τα χέρια του Θεοδόση, στον ξενιτεμένο άνδρα της κι  ετοιμάζονταν εκεί - σε ειδικό στούντιο - τη συζυγική φωτογραφία, που στέλνονταν μετά στο χωριό.
  
Τη δουλειά του ο ζωγράφος την υπολόγιζε συνήθως σε μπερεκέτι:

Σε σιτάρι, σε καλαμπόκι, σε κριθάρι…, που το κουβαλούσε στο χωριό, για να κρατήσει στη ζωή την οικογένειά του.

Έχουν περισωθεί ευτυχώς, αρκετά έργα του Θεοδόση Γιούση, τα οποία φυλάσσονται στο Αργυρόκαστρο, στα Τίρανα και αλλού.

Σχεδόν όλα επηρεασμένα από τη Βυζαντινή τέχνη.

Ένα περιστατικό, βάσει αφήγησης του εκπαιδευτικού, Θανάση Μπόλου, που διατηρούσε παλιά πλούσιο αρχείο, το παραθέτω πιστά:

«Κάπου στα 1950 επισκέφτηκαν το Θεοδόση από το Σπίτι Πολιτισμού Αργυρόκαστρου στο χωριό. Ζήτησαν να του αγοράσουν τα έργα. Μαζί με αυτά και το λεπτοζωγραφισμένο πορτρέτο (που συνοδεύει το κείμενο) του πατέρα του.

Εκείνος ο ήσυχος άνθρωπος, που κανένας και ποτέ ως τότε, δεν άκουσε τη φωνή του, αυτή τη φορά φώναξε:

-Τι λέτε μωρέ, να πουλήσω εγώ τον πατέρα μου;!

Άφησε τον πίνακα κρεμασμένο στην κορυφή του οντά».


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
31/07/2016
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...