Ένα σεντούκι, που πήρε δρόμο μακρύ, διέσχισε θάλασσες και ωκεανούς κι
έφτασε πριν από έναν περίπου αιώνα στο σπίτι μου...
κι ας πάλιωσε πολύ, δεν
πετιέται εύκολα.
Κουβάλησε σ’ αυτό ο παππούς μου σε δύσκολους καιρούς από την
Αμερική, από την Αυστραλία, από την
Πόλη, δύο προίκες.
Της μάνας μου και της αδελφής της, που έφυγε νωρίς απ' τη ζωή:
Κουβέρτες, παπλώματα,
σεντόνια, κατιφέ για γελέκια, υποδήματα…
Αρκετά χρόνια οι μάνα που πάνω σ' αυτό έβαζε το γιούκι της.
Αρκετά χρόνια οι μάνα που πάνω σ' αυτό έβαζε το γιούκι της.
Έβγαλα σήμερα το σεντούκι έξω στη βεράντα του σπιτιού μου και σκέφτομαι
βαθιά πώς να του περάσω χρώμα και βερνίκι.
Πώς να του κάνω προσεκτική συντήρηση.
Μετά να το βάλω σε σημείο του σπιτιού που μπορεί να «μιλάει» σε μας
τους οικίους, αλλά και σε κάθε επισκέπτη.
Πάνω του βλέπω την κούραση, το μόχθο του μετανάστη παππού
μου.
Και σκέφτομαι τη δική μου σημερινή μετανάστευση.
Τις βαλίτσες που κουβαλάω μια ζωή πέρα - δώθε σαν χαμάλης...
Τις βαλίτσες που κουβαλάω μια ζωή πέρα - δώθε σαν χαμάλης...
Κοιτώ κατάματα την ιστορία που επαναλαμβάνεται.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
18/06/2016
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου