Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΛΑΧΤΑΡΟΥΣΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΑΣ…

(Σκιτσογράφημα)

Από την πρώτη Δημοτικού - εδώ και 50 χρόνια τώρα - κουβαλάω στη ράχη της μνήμης μου τον πρώτο δάσκαλό μου, σπουδασμένο στη Βοστίνα.

Θυμάμαι όμορφα, με πολλή αγάπη, τον Βασίλη ΜΑΝΟ! 
  
Στο ξεκίνημα, στα πρώτα σχολικά βήματα η τεράστια τάξη στου Σταμούλη, δεν μας χώραγε.

Ήμασταν πολλοί μαθητές, ξεπερνούσαμε τους τριάντα. Καθόμασταν στριμωχτά σε θρανία και σε μιντέρια.

Μ’ όσους κλωτσούσαν τα γράμματα, σπαταλούσαν άσκοπα το χρόνο, τεμπέλιαζαν, νυχτο - ξημέρωναν στο γήπεδο… ο δάσκαλος ακολουθούσε άλλη ταχτική.

Τους κρατούσε τ’ απόγευμα - σε συμφωνία με τους γονείς τους - να μελετήσουν στην τάξη.

Τους έβγαζε για το σπίτι όταν γύριζαν τα γίδια από το βουνό.

Αργά τη νύχτα... όταν μας έβλεπε να παίζουμε κρυφτό, είτε κυνηγητό μέσα στα πόδια των μεγάλων, που σύχναζαν στο κέντρο του χωριού, την επόμενη μόλις έμπαινε στην τάξη, έλεγε:

-Τα κοκόνια της πιάτσας να σηκωθούν στο πόδι!

Σηκωνόμασταν όρθιοι κάπου η μισή τάξη.

Μας τραβούσε  με τη σειρά τ’ αυτί και μας μάλωνε.

Προσπαθούσε στον καθένα μας να εμψυχώσει την πειθαρχία, να διδάξει την καλή συμπεριφορά.

Ο καλός μας δάσκαλος γινόταν αυστηρός, γιατί λαχταρούσε την πρόοδο μας! 

Με το μαντολίνο του σε ώρα ωδικής συνόδευε τις παιδικές μας φωνές, σε τραγούδια που μας μάθαινε ο ίδιος.

Πίσω από το τρίποδο, που στερεώνονταν ο μαύρος πίνακας, ο δάσκαλος κρεμούσε έναν πράσινο μουσιαμά και τον πεζόβολο.

Σ’ ελεύθερο χρόνο, φορούσε τις ψηλές λαστιχένιες μπότες και πήγαινε στο ποτάμι. 

Είχε χόμπι το ψάρεμα. 

Ότι στραβό έβλεπε στην κοινωνία, το έλεγε, το έγραφε.

Η Αθηνά διατηρεί στ’ αρχεία της κι ένα τετράδιο αριθμητικής, στο οποίο είναι καλογραμμένο από το χέρι του πατέρα της το ημερολόγιο που κρατούσε και κάποιοι στίχοι.

Για το χαφιέ, εκείνης της εποχής, έγραψε:

Χαφιές πρώτος με κουδούνι,/λεν’ και οι ίδιοι οι σπιούνοι,/ παίζει χρόνια το γαϊτάνι,/τη δουλειά του έχει κάνει…

Για την κλεψιά:

Έτσι γέμισαν παρά,/βρε χωριάτη φουκαρά,/ οπαδοί του Shaqo Llapa,/μόνον που τους λείπει η κάπα…

Για την ρεμούλα σε μαζώξεις:

Τι να δεις σε συγκεντρώσεις,/ τ’ αυτιά σου να τα βουλώσεις,/ βαρούν γρόθους, βγάζουν σάλια,/ κρένουνε σαν τα τσακάλια…

Ήταν με το γέλιο στο στόμα, αστείος, επικοινωνιακός, μέχρι την τελευταία του στιγμή, ο καλός μας ΔΑΣΚΑΛΟΣ.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
15/06/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...