Στο "Μεσοχώρι", σε σημείο που ξεκινάει η δύσκολη ανηφόρα,
είναι δύο σπίτια.
Κοντά το ένα με τ' άλλο.
Τα χωρίζει μόνο ένα στενό σοκάκι.
Το πάνω σπίτι είναι του Θειάκου, το κάτω του Τσαλή
(Ντραγκούτα).
Κάποτε… ήταν βολεμένη η πάνω οικογένεια, αφού είχε τον
πατέρα στην ξενιτιά.
Πάμπτωχη ήταν η κάτω.
Με το αλέτρι, ο καημένος, ο Κώτση Πάνος, που τον έβλεπες μεσ’
στο χειμώνα να βγάζει κουτσιούπια απ’ το ξεχειλισμένο ποτάμι, δεν μπορούσε να
μαζέψει σε σουφρά την οικογένεια.
Ο μοναχογιός του Θειάκου, ο Κώτσιος, ήταν ανόρεχτος.
Η μάνα του, για να τον έβαζε στο τραπέζι, το μεσημέρι καλούσε
συχνά και το Σιώμο…,
το μεγαλύτερο γιο του Τσαλή.
το μεγαλύτερο γιο του Τσαλή.
Για να έτρωγαν παρέα.
Για ξεσυνέρια.
Η Μαγδαληνή, μία απ’ όλες τις μέρες, βάζει τη ντροπή
σέμερια, πιάνει την Ευθαλία, τη γειτόνισσά της και της λέει:
«Το και το...χαίρομαι που μου μαζεύεις το Σιώμο - του δίνεις να φάει - αλλά λυπάμαι τα αδελφάκια του.
Τα άλλα μου παιδιά…
Πάρε καμιά φορά και το Μίχο, το Λάκη, τον
Ηρακλή,
απάλλαξέ τα, πίστεψέ με, με κόβουν στη μέση…
γιατί κι αυτά είναι νηστικά…».
…Πόσο δύσκολοι καιροί ήταν εκείνοι!
Τώρα κλαιγόμαστε άδαρτοι…
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
03/04/2016
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου