Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«...ΠΗΓΕ ΣΑΝ ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΣΤ' ΑΜΠΕΛΙ…!».

Η έκφραση του γείτονά μου, Κώτσιου Ντάκου, πρόσφατα ότι «ο Νίκος Μπάκος πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι» μ' έβαλε σε βαθύ συλλογισμό.

Μ’ ανάγκασε να τρέξω πίσω από μια ζωή, που  χάθηκε άδικα στη φυλακή.

Συνέχισε ο Κώτσιος την περιγραφή:

«Πανύψηλος - κολόνα,  με λιάρα μάτια, με περήφανο μουστάκι.

Βοσκούσε στη «Νεραζή» τα πρόβατα όταν τον σύλλαβαν.

Πήγαν να ελέγξουν  και  βρήκαν στο σπίτι του μια ελληνική χάρτινη σημαία.

Καθώς τον ανέβαζαν δεμένο, με την κάπα σε σκεπασμένο Daci με μουσαμά, μπροστά στον κατατρομαγμένο κόσμο απάγγειλαν μονότονη, σιχαμένη κατηγορία.

Έχω επιμείνει, να βρεθούν τα οστά του, που είναι σε φυλακή θαμμένα.

Να τα φέρουμε στο χωριό και να του κάνουμε μνημόσυνο».

Με συγγενή του Νίκου - το Βαγγέλη Μπαρούτα -  βαθύναμε περισσότερο:

«Ήταν ζευγίτης και βοσκός. Δεν είχε γράμματα. Είχε χωράφια, 50 πρόβατα και μια φοράδα. Με αυτά συγύριζε το σπίτι του.

Κάπου έλεγε καμιά αλήθεια ο Νίκος.

Την άκουσε αυτί  επιτήδειου, τη σφύριξε στα όργανα και  του 'ριξαν τα σίδερα.

Μας μετρούσαν καλά το κεφάλι με μεζούρα…

Έβγαλαν έτσι οι αρχές και το άχτι  για το Φώτο - το μοναχογιό του Νίκου  - που πέταξε το τουφέκι πάνω στο κίνημα κι έγινε άφαντος.

Με τους φυλακισμένους έφτιαχναν φράχτες, αποξέραιναν εδάφη. Εκεί αρρώστησε βαριά ο Νίκος.

Τον έβλαψε και το κρατητήριο, που από πάνω του έσταζαν νερά.

Και σκύλο να έβαζες εκεί μέσα, σίγουρα θα ψοφούσε.

Για να άλλαζε τον αέρα, όταν επιτρεπόταν, τον έβγαζε στο προαύλιο της φυλακής ο Σιώμος Λέκκας.

Έστελνε ο Φώτος φάρμακα, τ’ αρνιόταν  η φυλακή.

Στόχος τους ήταν να τον ξεκάνουν μια ώρα νωρίτερα, όχι να του αυξήσουν τη ζωή…».

Στου Σωφράτικα τα δέντρα πήγαν οι βουλευτές της περιοχής να λογοδοτήσουν.

Το ‘35 ήταν που τα προβλήματα του τόπου μας ήταν απανωτά.

Έντονα.

Πήγε και ο Νίκος, ως εκπρόσωπος, να «παραπονεθεί»:

«Δεν ξέρω ο μαύρος πολλά γράμματα και να σας κουβεντιάσω σαν η αφεντιά σας. Είμαι Δροπολίτης στον κάμπο, άσπρισαν τα μαλλιά μου και ζάρωσε η μπάλα μου δουλεύοντας στα αγαλίτικα, για να μεγαλώσω τη φαμίλια μου με ντέρτια και πολλά σικλέτια…

…Είναι μπόφκες όλα αυτά που μας λέτε (είπε στους βουλευτές για τα ελληνικά γράμματα) και από μπόφκες έχομε χορτάσει ως τώρα...

...Πουθενά ως τώρα δεν έχομε βρει το δίκιο μας. Πήγαμε πέρσι τέτοιον καιρό να βαρέσομε τελιόγραφο στο βασιλιά για τα σχολεία μας και μας βάλατε φυλακή το μουχτάρη του χωριού, όχι αφέντες δεν θα ανοίξουμε τα σχολεία μας, αν δεν βάλετε όπως όλα τα χρόνια και ελληνικούς δασκάλους».

Τέτοιου είδους ομολογίες σπανίζουν επί των ημερών μας.

(Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο του Παντελή Νίκου. Τον ευχαριστούμε θερμά!).

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
15/04/2016



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...