Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΟΥΒΑΛΑΕΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ...

(Σύμφωνα με αφήγηση του Δημήτρη Μπόμπολη - αυτόπτης μάρτυρας).

Το Μάρτιο του ’92, όταν μέσα κι έξω σου γκρεμιζόταν τα πάντα, 

γινόταν σε όλο τον τόπο κοσμογονικές αλλαγές…

ο ήχος της καμπάνας - κυρίως τα μεσάνυχτα - σου προκαλούσε μεγάλο πανικό κι αναστάτωση…

Η σειρήνα σ’ έμπαζε σ’ εμπόλεμη ατμόσφαιρα.

Εκείνη τη θλιβερή νύχτα η τρεμάμενη φωνή του Σπύρου Κρασσά μετέφερε την πικρή είδηση στου Ντρίτσου.

Σε νεαρούς που διασκέδαζαν ανέμελα:

«Τραυματίστηκε σοβαρά ο Αριστείδης Ζιάκος σε συμπλοκή με την Αλβανική Αστυνομία.

Τον μετακόμισαν στα Γιάννενα».

Η αίθουσα πάγωσε…

Καλούσε η φωνή το χωριό,

όλη την Μειονότητα σε γενική αντίσταση.

Εκείνη τη στιγμή λίγο αν έβαζε κανείς το σπίρτο, τα πάντα έπαιρναν φωτιά,

Ήταν τόσο εύκολο να γινόταν η έκρηξη…

Φάλαγγα, ολόκληρη αυτοκινητοπομπή, με Δερβιτσώτες κι όχι μόνο, του ‘δωσε για την Κακαβιά.

- Ήθελαν να μάθουν τι γίνεται -.

Αλλά η σιδερένια πόρτα ήταν κλειστή.

Η νύχτα στο χωριό ήταν της διοργάνωσης,

Η επόμενη μέρα του μεγάλου συλλαλητηρίου.

Της δυνατής πυγμής.

Το βασικό σύνθημα, που κυριάρχησε - πλημμυρισμένο από θυμό και αγανάχτηση - ήταν:

«Δολοφόνοι μας σκοτώσατε!».

Εκεί, με στημένη την κάμερα και τροχισμένα τα μολύβια τους, ήταν οι Έλληνες δημοσιογράφοι:

Ντινόπουλος, Βαφιάδης, Μπαξεβάνης…

Τα νεοσύστατα ιδιωτικά ελληνικά κανάλια τότε έκαναν καλά τη δουλειά τους… 

Ήταν πρόθυρα εθνικών εκλογών, και γινόταν συναντήσεις υποψηφίων βουλευτών στα χωριά με το λαό.

Τότε σε πρωτοφανές χαλύβδινη  ενότητα η Εθνική Ελληνική Μειονότητα, έστειλε στα έδρανα του Αλβανικού Κοινοβουλίου, για πρώτη και τελευταία φορά, πέντε βουλευτές…

Αριθμός, που πανικόβαλε τους Αλβανούς κι αργότερα έλαβαν μέτρα…

Λένε το επεισόδιο ήταν στημένο κι ότι η θανατηφόρα σφαίρα στόχευε την καρδιά του Κώστα Μακαριάδη,

Είχαν μεσολαβήσει προκλητικά μηνύματα και ύβρεις στον υποψήφιο βουλευτή που, για καλή του τύχη εκείνο το βράδυ, επιβιβάστηκε σ’ άλλο αυτοκίνητο.

Ο Αριστείδης Ζιάκος, ο τότε οδηγός της Ομόνοιας, έχει μπηγμένο ακόμα στο σώμα του το μολύβι του θυμού εκείνης της θλιβερής νύχτας.

- Αν τ’ αφαιρούσαν οι χειρούργοι κατά την επέμβαση, θα κινδύνευε η ζωή του -.

Κουβαλάει μέσα του εκείνη τη νυχτερινή απρόοπτη διένεξη.

Τη φοβερή ιστορία.

Ο Φρανσουά, όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά, κουβαλάει τον πόλεμο…

 
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
06/03/2016  






        

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...