Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ ΠΑΙΔΙΑ…!».

…Γενάρης ήταν.

Μέσα σ’ ανυπόφορη ψύχρα, που σε μάραινε, σ’ έκλεινε στο τσόφλι σου, γιόρταζε η Ομόνοια την επέτειό της.

Έδειχνε κουρασμένη, ξεπεσμένη…

Στην παγωμένη αίθουσα είχαν συγκεντρωθεί μόνο λίγοι γέροντες.

Από το τσουχτερό κρύο είχαν μαυρίσει τα χείλη τους, έτρεμαν τα σαγόνια τους, κροτάλιζαν οι μασέλες τους.

Ανάμεσά τους, κάπου σε καρέκλα, που όλο έτριζε…

-με το σκούρο κασκόλ του, το γκρι γιλέκο του, την καφέ γραβάτα του και το μακρύ παρδαλό πανωφόρι του - ήταν καθισμένος ο Σωκράτης Παπαδόπουλος.

Ο φίλος μου.

Αφού έριξε μια αδιάφορη ματιά στην εξέδρα και μια άλλη, σκέτη απογοήτευση, στους λίγους συμμετάσχοντες, σηκώνεται και ξεκινάει την ομιλία του:

«Παιδιά, της Ομόνοιας παιδιά…».

- Μετρημένες λέξεις στο ξεκίνημα, που σε οδηγούν, χωρίς καμιά άλλη σκέψη, στο τραγούδι - ύμνο της Δέμπω,

που το ‘λεγε στα χαρακώματα, στο μέτωπο του ηρωικού ‘40, για να ξεσηκώσει τους Έλληνες φαντάρους.

Μετά από μια ανάπαυλα ο ομιλητής συνέχισε:

«Αν ο όρος «σοσιαλισμός», που εκπροσωπεί σύστημα, θα ήταν απαραίτητος για το λαό, θα είχε καθιερωθεί, όπως και πολλά άλλα βασικά πράγματα, από τους Αρχαίους Έλληνες.

Θα είχε μπει η λέξη αυτή, από τότε, στο λεξιλόγιο της καθημερινότητας.

Όμως, στην Αρχαιότητα, καθιερώθηκε μόνον η λέξη «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».

Μόνο αυτά είπε ο Σωκράτης.

Και… καθώς ένιωσε να τον πνίγει το περιβάλλον, κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Βγήκε έξω και δεν γύρισε πίσω.

Έφυγε.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

19/03/2016  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...