Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΕΤΣΙ ΕΙΝ’ Η ΖΩΗ ΠΑΠΠΟΥΛΗ…»

«...άλλοι αφέντες κι άλλοι δούλοι...».

Δούλευε στην ταξιαρχία οικοδομών του συνεταιρισμού ο Χρήστος Κονίνης.

Πελεκούσε με το σφυρί πέτρα.

Έκτιζε τοίχους, πλακόστρωνε αυλές, σκέπαζε σκεπές…

Πάντα τα χέρια του ήταν ροζιασμένα…

Σε τούτο κείμενο δε σκοπεύω να κάνω το πορτρέτο του.

Απλά ένα τραγούδι του ήρθε και κάθισε στο νου μου.

Έφερε το κτίστη στη μνήμη μου.

Τότε πέτρα την πέτρα, στρώνοντας πρώτα λάσπη για να δέσουν οι σειρές, έκτιζε στο μαχαλά μου με παρέα, ένα σπίτι…  

Και τραγουδούσε σιγανά:

«Έτσι ειν’ η ζωή παππούλη,
άλλοι αφέντες κι άλλοι δούλοι...».

Έμοιαζε σαν να φοβούνταν να το πει δυνατά.

Περνούσα από κει, τότε μικρός και σ’ άλλο σύστημα, κι έπιασα τους στίχους.

Αλλά δε βάθυνα να κρίνω το περιεχόμενό τους.

Λιθοπελεκητής και στίχοι είχαν στεγαστεί άθελα πολλά χρόνια μέσα μου και ξύπνησαν τώρα…

Που έμαθα καλά την κοινωνία, τη φιλοσοφία της ζωής - πλούσιο και φτωχό - την πάλη των τάξεων σ’ όλες τις μορφές - την κρίση και τούτου του συστήματος.

Χθες πήγα κι άναψα ένα κερί στον τάφο του πατέρα μου.

Γύρισα κι απ’ το Χρήστο.

Κάθισα απέναντί του, τον έβλεπα στη φωτογραφία και του σιγοτραγούδησα:

«Έτσι ειν’ η ζωή παππούλη…».

Μου 'μοιασε σαν να χαμογέλασε για μια στιγμή... και μου είπε:

«Ο κάθε καιρός έχει τα δικά του, αλλά το τραγούδι αυτό είναι πάντα επίκαιρο.

Ανήκει σ’ όλα τα συστήματα…».


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
25/02/2016




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...