Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΡΙΖΙΚΗ ΔΙΑΦΩΝΙΑ ΙΣΟΠΕΔΩΘΗΚΕ

Εκείνη την περίοδο ταλαντευόταν.

Απειλούνταν, μάλλον σοβαρά, οι διμερείς σχέσεις των δύο γειτονικών χωρών:

Ελλάδας και Αλβανίας.

Όμως… οι εκπρόσωποι τύπου και στα δύο Υπουργεία Εξωτερικών, έβγαιναν στα ΜΜΕ κι έκαναν την καθιερωμένη δήλωση:

Ότι είναι ομαλές οι σχέσεις και καλή η φιλία ανάμεσα στους δύο αδελφούς λαούς!

Δεν υπάρχει κρίση...!!!

Μίλιος και Πάγκαλος - τότε Υπουργοί Εξωτερικών - ήρθαν σ’ επαφή για να ομαλοποιήσουν την κατάσταση.

Να ρίξουν τους τόνους…

Να κατευνάσουν τα πνεύματα.

Ώστε ν’ αποφευχθεί η ρήξη…

Παρόλο που η θέληση και οι προθέσεις και των δύο ήταν θετικές, διαφωνούσαν σε βασικά σημεία για την επίλυση του σοβαρού ζητήματος.

Η γκλίτσα του καθενός τραβούσε προς το «μέρος» του…

Σηκώνεται κάποια στιγμή - εκνευρισμένος ο Πάγκαλος - και εκφράζει υψηλόφωνα, τσεκουράτα τη θέση του.

Τα βάζει πρώτα με τον εαυτό του κι έπειτα με το Μίλιο:

«Τι είναι αυτό που κάνουμε και οι δύο!

Η πράξη μας δεν ταυτίζεται με καμιά λογική!

Εσύ είσαι Έλληνας και υποστηρίζεις δυναμικά τα συμφέροντα της Αλβανίας, εγώ Αρβανίτης και κόπτομαι για τα συμφέροντα της Ελλάδας.

Να παρατήσουμε τον παράλογο φανατισμό, που ενοχλεί.

Ομαλά να κατασταλάξουμε σ’ αντικειμενική λύση!».

Κι έτσι έγινε.

Η ριζική διαφωνία ισοπεδώθηκε…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

23/02/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...