Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΚΟΛΗ ΣΤΕΡΓΙΟΣ - Ο ΣΕΒΝΤΑΛΗΣ

Τα διμιτένια ρούχα του ήταν πεντακάθαρα, καλοσιδερωμένα.

Βουρτσισμένη η ποδεμή του…

Παρότι σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του ήταν χήρος, τρίχα δεν κολλούσε στο κορμί του σεβνταλή, αυστηρού και περήφανου, Κόλη Στέργιου.

Στο γιλέκο του κρεμόταν η αλυσίδα του ρολογιού τσέπης.

Αγορασμένο στην Πόλη, όπου πολλά χρόνια εργάστηκε σκληρά σε σφαγείο.

Κάθε τόσο στον πεταλωμένο γάιδαρό του, σαν μουλάρι, φόρτωνε ματαράδες με γάλα ή καλάθες με λαχανικά.

Με φημισμένα πεπόνια - που μοσχοβολούσαν - από το περιβόλι του στην «Καριοπούλα».

Ανέβαινε κι αυτός - με τ’ ανοιχτά - κι έφτανε από νωρίς το πρωί στο παζάρι τ’ Αργυρόκαστρου.

Για να πωλήσει την πραμάτεια του.

Να κρατηθεί στη ζωή.

Μια λεπτομέρεια - ας την τονίσω κι αυτή:

- Το πέτσινο λουρί του καπιστριού, στο σημείο πάνω από το μέτωπο του ζώου, το στόλιζε μερακλίδικα.

Του ‘βαζε διάφορα ζουζουλικά…  

Το σπίτι του - ένα στενόμακρο δωμάτιο.

(Κι ένα χαγιάτι κολλημένο πάνω του).

Αυτό ήταν όλο κι όλο:

Για ύπνο, για μαγείρεμα, για υποδοχή.

Για να ‘μπαινες μέσα, στη χαμηλή πόρτα, θα ‘σκυβες το κεφάλι.

Τον περισσότερο χρόνο ο κρασοποτισμένος παππο - Κόλιας τον περνούσε στην πέτρινη αυλή.

Ακουμπούσε τη ράχη του στον χοντρό κορμό μιας γέρικης πελώριας συκαμιάς και μονολογούσε…

Στρίβοντας συνέχεια το ψαρί μουστάκι του.

Συχνά καθόταν κι έξω, στο πέτρινο πεζούλι της εξώπορτας, που ‘χε επιτήδειο ακουμπιστήρι.

Έριχνε πάνω του κάπα ή βελέντζα και την άραζε εκεί ώρες…

Αν κάποιος περαστικός τον παραμελούσε - ήθελε να τον «γράψει» κανονικά - ξερόβηχε ο παππο - Κόλιας, για να τ’ αποσύρει την προσοχή.

Κι ένα περίεργο στοιχείο:

Είχε ένα σπιτόγατο ο παππο - Κόλιας για παρέα.

Κουβέντιαζε μ’ αυτόν.

Όταν κατέβαινε το πρόγευμα για έναν καφέ στην πιάτσα, τον ακολουθούσε ο γάτος ως τη Σιουπέλα του Καρέλη.

Στην επιστροφή τον περίμενε στο ίδιο σημείο.

Κι ανηφόριζαν μαζί…

Όταν ο παππο - Κόλιας πέθανε, ο γάτος δεν άντεξε τη μοναξιά και μέσα στην εβδομάδα ψόφησε...


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
22/02/2016








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...