Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΠΕΙΡΕΙΣ…

Ήταν στα σκαριά η ίδρυση του ΜΕΓΚΑ,

όταν με πρωτοβουλία του Μενέλαου Τσέλιου έγινε η συνάντησή μας στην Αθήνα.

(Τότε τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία).

Είχε προηγηθεί το διάβασμα, σε μια νύχτα, του βιβλίου μου.   

Όπου πήγε και μίλησε εκείνες τις μέρες ο Μενέλαος, ως απεσταλμένος της ΠΟΑ, έδειχνε την «ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ» κι έλεγε στους πρωτεργάτες:

«Να που έχουμε τον οδηγό του νέου κινήματος! Ο αρθρογράφος είχε προβλέψει πολλά προ καιρού…».

Δεν γνωρίζω τι εννοούσε, ο φίλος μου.

Νομίζω περισσότερο είχε υπόψη του τον πλουραλισμό.

Τον οποίο στήριζα.

Κι ήμουν πεπεισμένος να εφαρμοστεί και στην μικρή μας Πατρίδα ως αναγκαίο κακό.

Αφού χρόνια στη σειρά μας έφθειρε η κάλπικη ιδέα του ενός και μοναδικού φορέα του Ελληνισμού της Αλβανίας, της Ομόνοιας, που την είχαν μετατρέψει ορισμένοι σε μπούλκι του παππού τους…

Στήριξα την ιδέα της πορείας και του ΜΕΓΚΑ στο χώρο μας,

παρόλο που το έβλεπα σαν μισό ΚΕΑΔ…

Προέβλεπα ότι η περαιτέρω διάσπαση θα έφερνε αναπόφευκτα συνεργασία ανάμεσα στις φατρίες στον τόπο μας.

Πράξη που δεν έγινε.
 
Όποιος νέος πολιτεύεται γίνεται αυτάρκης.

…συνεχίζει, με ταχύτητα κιόλας, το γκρέμισμα.

Όποια σκέψη κι αν έκανα, όποια στήριξη κι αν προσέφερα σε φορείς είτε πρόσωπα όλα αυτά τα χρόνια,

όλες, δυστυχώς, προέκυψαν λανθασμένες…

Ότι και να σπείρεις… δεν φυτρώνει τίποτε στον τόπο μας…

Κι ας είναι γόνιμα τα εδάφη του…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
18/02/2016


  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...