Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΚΟΥΚΛΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΛΓΑΣ

Ας είχε περάσει κάπως η ηλικία της.


Η Όλγα του Μπότα (του Σαμαρά) φτιασίδωνε τα μάγουλά της.


Περιποιούνταν τα χείλη της. Να φαινόταν καλή.


Να έπιανε μάτι ...


Σαν η συγχωρεμένη η Βέργω της Σίμος στη Γοραντζή.


Με τα μυαλά που κουβαλούσε, έμεινε όλη τη ζωή της «νεαρή».


- Πώς είναι η δουλειά με την κούκλα; - ρωτήσαμε στο σπίτι που η Όλγα φύτρωνε  από το πρωί.


Η Καλλιρρόη Διαμάντη μας εξιστορεί:


-Ήταν ξαδέλφη της μαμάς μου η θεία Όλγα και σχεδόν συνομήλικες.


Δεν είχε άλλους στο χωριό. Μόνο εμάς.


Αν την έχανες, σπίτι μας θα την έβρισκες… Πουθενά αλλού!


Όταν αγόρασαν κούκλα της μαμάς μου στην Κωνσταντινούπολη, αγόρασαν μια και για την Όλγα.


Στα χέρια της μαμάς μου η κούκλα δεν έκλεισε μήνα.


Η θεία Όλγα την κράτησε ως τα βαθιά γεράματα.


Ολοένα ξεγελούσε τις κοπέλες μου.


Τους έλεγε:


-Άμα θα έρθετε σπίτι μου, θα σας δώσω την κούκλα. Θα δείτε και αγγέλους, κρεμασμένους στο δέντρο.


Θα σας φτιάξω και τηγανίτες…!"


Έδειχνε την κούκλα στην Μαριάνθη και την Ιρένα και την κλείδωνε ξανά μέσα στο σεντούκι της.


Ποτέ δεν τους την έδωσε...


Όταν πέθανε η θεία Όλγα στον τάφο της έβαλα και την κούκλα, μαζί με τη σίτα της παντρειάς, που την είχε φτιάξει στον Κίκη…»


Μεγαλώσαμε έτσι όλοι μας με την κούκλα της θείας Όλγας …


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

17/12/2015


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...