Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΟΥΡΕΛΙ…

Ενώ είχα ετοιμάσει κείμενο για την ενότητα - το δέσιμο ανάμεσα στους συνανθρώπους μας παλιά - ο Κωνσταντίνος Τσιάτσιαλης χωρίς να ξέρει το σκοπό μου, μου στέλνει (στα μηνύματα στο fb) με πολύ αγάπη ανάλογη φωτογραφία.

Η οποία δείχνει φίλους, συγγενείς, γείτονες, να τρώνε και να πίνουν στρωματσάδα στο χασίλι του Μάσσιου.

Αφού έριξαν το ‘73 τη σολέτα στο νεόκτιστο σπίτι του.

Μαζί - κείμενο και φωτογραφία - λένε πάρα πολλά…

Ότι η φτώχεια δένει περισσότερο και πιο δυνατά τους ανθρώπους.

(Παλιά κουβαλούσαν μαζί πέτρα από το λατομείο για οικοδομή, σκάλιζαν, τρυγούσαν τ’ αμπέλια, μάζευαν το καλαμπόκι…)

Οι φτωχοί, δεν είχαν τι να μοιράσουν.

Ούτε λεφτά, ούτε σπίτια, ούτε οικόπεδα…

Τίποτα.

Δεν τσακώνονταν…

Ήταν αγαπημένοι…

Τώρα τα πλούτη έβαλαν φωτιά.

Διέσπασαν…

Κατατεμάχισαν…

Έκαναν τον κόσμο κουρέλι…

Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα...


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

01/12/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...