Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ ΕΝΟΣ ΚΟΡΜΟΥ

«Είμαι 80 χρόνων σήμερα και για 60 χρόνια νοστάλγησα να πατήσω τα χώματα της Βορείου Ηπείρου. Φοιτητής θυμάμαι πόσο καρφώθηκαν στην καρδιά μας ορισμένα ονόματα: Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Άγιοι Σαράντα…»

(Από την ομιλία του Προέδρου του Σ.Κ. Κύπρου -  ΕΔΕΚ. κυρίου Βάσου Λυσσαρίδη, στη Δερβιτσάνη).



Πάνω σε χώμα ελληνικό,
Πάτησες, Λυσσαρίδη
Κι ένιωσες μέσα σου καημό,
Εξήντα χρόνων είδη.

Ήρθαν εδώ τόσοι πολλοί
Και ‘φύγαν ένας - ένας,
Μα χέρι πάνω στην πληγή,
Δεν έβαλε κανένας.

Έφερες αύρα από νησί,
Κύμα απ’ ακρογιάλι,
Μια ιστορία αγωνιστή,
Σκληρή σαν καμιάν άλλη.

Πέρασαν κι άλλοι αρχηγοί,
Από το ίδιο βήμα,
Μα τη δική σου τη φωνή,
Δεν είχανε, τι κρίμα!

Ξεσπάς κι έμειν’ ο αντίλαλος,
Σαν να σ’ ακούμε ακόμα:
«Για Κύπρο - Βόρεια Ήπειρο,
Κοινό θα κάνω αγώνα.

Θα πάω στην Μητέρα αρχή,
Να της τα πω σταράτα:
- Πώς ξέχασες την Αδελφή,
Με τόσο ωραία νιάτα;!

Ακούς ειν’ κλάμα ενός μωρού,
Ειν’ του μωρού σου κλάμα,
Που σου ζητάει που και που,
Να το θηλάσεις, Μάνα.

Θ’ ανθίσει πάλι η καμπιά,
Γι’ αυτό τη γη σου κράτα,
Για να γυρίσουν τα παιδιά,
Απ’ της ξενιτιάς τη στράτα.

Θα πω στους Κύπριους πώς μπορούν,
Το πρόβλημα να λύσουν,
Πώς τα δυο άκρα ενός κορμού,
Χειροπιαστά να ζήσουν.

Γέφυρα πώς να στήσουμε,
Για να ν’ κοντά αιώνια,
Κύπρος και Βόρεια Ήπειρος,
Να σμίξουν στον Αγώνα…»

Χρόνια ένα όνειρο που ζει,
Λες του ‘ρθε η μαύρη ώρα,
Να το σωριάσουν σαν πουλί,
Να το σκοτώσουν τώρα;!

Με τα λιβάδια οι Αλβανοί,
Σου λέμε πού το πάνε,
Σαν να μην είναι ελληνική,
Η γης που εμείς πατάμε.

Μια χούφτα χώμα στη γροθιά,
Αρκεί να πιέσεις λίγο,
Θα δεις να στάζει από βαθιά,
Αίμα χιλιετηρίδων.

Φωτιές μας βάζουν στα σπαρτά,
Χτυπάν νεκρούς μ' οβίδες,
Σκέψη τρελού ειν’ ολ’ αυτά,
Κι άλλα που εσύ δεν είδες…

Όσο κι αν θέλουν τη φυγή,
Κι οι πληρωμένοι ακόμα,
Θα μπήγονται όλο πιο πολύ,
Οι ρίζες μας στο χώμα.

Ακούς τραγούδι όλο ζωή,
Βλέπεις χορό όλο ελπίδα,
Και λες: Πρόκειται να χαθεί,
Να σβήσει αυτό που είδα;!

Έφυγες κι ειν’ ο νους σου εδώ,
Στων αδελφών τα εδάφη,
Φωνή μας θα ‘σαι και παλμός,
Όσο εσύ θα υπάρχεις.

Φωνή ενός Πρέσβη αυστηρού,
Που βίωσε ένα δράμα,
Για να μην δούμε πια διωγμούς,
Για να μην δούμε κλάμα.

Για να μην χάσουμε ξανά,
Καμιά άλλη Πατρίδα,
Άκρα - Κορμός να γίνουν πια,
Ελληνισμού ελπίδα.

Γιώργου ΜΥΤΙΛΗ
03/11/2015


Υ.Γ.  Το ποίημα μου αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» στις 20 Ιουλίου 2000.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...