Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΘΕΙΑ ΚΙΤΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

(Σκιτσογράφημα)

Μικρό μ’ έπαιρνε η γιαγιά μου από το χέρι, ανηφορίζαμε στο "Μεσοχώρι" κι επισκεπτόμασταν το κουκλίστικο σπίτι της θείας Κίτσας - στου Κονόμου.

Με λαχανόψωμο, 2 - 3 κομμάτια λιπανή, ένα χέρι νωπά σκορδοκρέμμυδα από τον κήπο, μια πλάκα πρόβειο τυρί από το καρδάρι…

Τυλιγμένα όλα αυτά σ’ ένα μποχτσιά…

Εκεί άκουγα εξιστορήσεις - μου τραβούσε περισσότερο την προσοχή η πολιτισμένη γλώσσα - για την "Καλούτσιανη", τα "Λιθαρίτσια", τη λίμνη, το Κάστρο …

Η θεία πονούσε … Δάκρυζε διακριτικά, όταν γινόταν κουβέντα:

Για πόλεμο …

Για κλειστούς δρόμους ...

Για ζωντοχωρισμό…

Μόνον όταν μεγάλωσα κάπως, κατάλαβα ότι η θεία μου η Κίτσα ήταν από τα Γιάννενα. Κι ότι γνωρίστηκε με το θείο Αχιλλέα στη Ζωσιμαία Σχολή.

Παντρεύτηκαν κι εγκλωβίστηκαν στο χωριό όταν έκλεισε ερμητικά - αμέσως μετά τον πόλεμο - το σύνορο…

Άτυχη η θεία Κίτσα - αφού χωρίστηκε, για ζωή πλέον, από τους δικούς της. Τυχερό, όμως, το χωριό, που απέκτησε ένα μορφωμένο, δραστήριο, συμπαθητικό άτομο, για να το στηρίξει δυναμικά στην πορεία του…

Ανάθεσε - με πλήρη εμπιστοσύνη - στη Θεοδώρα Οικονομίδη θέση νηπιαγωγού…

Καθημερινά η νηπιαγωγός - περίμενε με μητρική αγάπη και στοργή, μ’ ανοιχτή αγκάλη 20 - 30 - 40 νήπια στου Σιάνου.

Μετά στου Διαμάντη, στου Σταμούλη, στου Ράιδου…

Δίδαξε βασικά στα παιδιά την καλή συμπεριφορά.

Έπειτα το χορό, το τραγούδι, την απαγγελία, το εργόχειρο…

Τα έβαζε στη σειρά φορεμένα όμορφα με τα κατάλευκα μπλουζάκια - πιασμένα χέρι - χέρι και τα πήγαινε στα χωράφια.

Όπου με την παράσταση που έδιναν, γέμιζαν με χαρά τις καρδιές των κουρασμένων μανάδων τους, που εργαζόταν στον κάμπο.

Ακολούθησαν την πείρα της στη συνέχεια άλλες δασκάλες. 

Όπως η Αθηνά Ντάκου, η Έλλη Μπάσσιου, η Ερμιόνη Διαμάντη...

Αυτά για τη θεία - Κίτσα επιφανειακά, πρόχειρα…

Γιατί αν διεισδύσεις βαθιά στην πλούσια ζωή και δράση της, δεν βγαίνεις εύκολα…

Χρειάζεσαι για να τα συμπεριλλάβεις όλα, όπως συνηθίζουμε να λέμε, να στήσεις πολυσέλιδο μυθιστόρημα…

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
29/11/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...