Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΝΤΕ ΖΩΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗ !!!

Η πρώτη μου τυχαία συνάντηση, όταν μπήκα για πρώτη φορά στην Ελλάδα και διέμεινα για λίγες μέρες στα Γιάννενα. ήταν με το φίλο μου, Γιάννη Μανέκα…

Τον παλιό κομμουνιστή.

Γνωριστήκαμε στ’ Αργυρόκαστρο το '87 όταν επισκέφτηκε με τουριστικό γκρουπ την Αλβανία…

Και θαύμασε τα «επιτεύγματα του Σοσιαλισμού».

- Τι…κι εσύ εδώ, Γιώργο; - μου λέει, - όταν με είδε να περνάω από το Γυαλί Καφενέ.   

Με προσκάλεσε να πιούμε μαζί καφέ.

«Μην μου πεις ότι παρατάς τον τόπο σου, με τα τόσα καλά - μπαίνει αμέσως στη συζήτηση».

Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ…

Μου άναψαν τα λαμπάκια…

Και του απαντώ:

«Στα καλά εκείνου του τόπου έχεις τη σειρά να πας εσύ τώρα, Γιάννη μου!

Εγώ θα μείνω εδώ στη δυστυχία σου…».

Χωρίς να ξέρω, ασφαλώς, ποια θα είναι η ροή της ζωής μου…, η τύχη μου…

Δεν τ’ άρεσε η απάντησή μου, γι’ αυτό το λόγο αλλάζει αμέσως κουβέντα…

«Συνήθως εδώ σε τούτο καφενείο συχνάζω - μου λέει.

Το σπίτι μου είναι στον δεύτερο όροφο της διπλανής πολυκατοικίας…

(Μου τη δείχνει με το χέρι).

Στον πρώτο όροφο μένει ο γιος μου, στον τρίτο η κόρη μου…

Στο ισόγειο έχω τρία μαγαζιά.

Τα ενοικιάζω και ζω κι απ’ αυτά…

Δεν με ικανοποιεί η σύνταξη…»

Άντε ζωή κομμουνιστή, είπα μέσα μου…, άντε!!!

Ως εκείνη τη στιγμή δεν αντιλαμβανόμουν εύκολα με τίποτε πώς μπορεί να είναι ιδιόκτητη μια ολόκληρη πολυκατοικία.

Κι ακόμα περισσότερο ιδιοκτήτης της να ήταν κιόλας ένας κομμουνιστής…

Συγκεκριμένα ο φίλος μου, ο Γιάννης, που με συμβούλεψε να γυρίσω πίσω…

Να επιμείνω στην πατρίδα μ' όλα τα καλά του κόσμου…!!!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

17/11/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...