Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο συγχωρεμένος πλέον Νικόλαος Λίλλης (Καραλής), ανιψιός του ταλαντούχου συγγραφέα, Γιάννη Λίλλη και του αξιόλογου δάσκαλου, Θωμά Λίλλη - δύο αδέλφια - αγωνιστές για τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό, μου έστειλε πριν από μερικά χρόνια με τις κόρες του (Ντίνα και Άννα) στο σπίτι μου στην Αθήνα  γραμμένα σ’ ένα κομμάτι χαρτί, δύο ποιήματά του: Το χωριό μας και Εις τον Άδη.
Μου είπαν (οι κόρες του) ότι ο πατέρας τους μου δίνει το δικαίωμα τα ποιήματα «να τα κάνω ότι θέλω».
Σε μια άκρη του χαρτιού ο Νικόλαος γράφει: «Η αγάπη μου για το χωριό και για την παλιά πιάτσα του Σαραντινού, με τα πολλά γιοφύρια και πλατάνια».
Δηλαδή είναι αυτή η δυνατή αγάπη για τον τόπο του, η νοσταλγία για το ωραίο του χωριό, που τον ανάγκασε να γράψει το πρώτο ποίημα.

                                    ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

Ω Δερβιτσιάνη μου γλυκιά,
Γνωστό κεφαλοχώρι.
Έβαλες στήθος στο Βοριά,
Στήθος στ’ ανεμοβόρι.

Αχούσε ο Σαραντινός,
Απ’ το γλέντι της πιάτσας.
Νταμπόρι στέκι μου παλιό,
Στης Παλιουριάς τη φάτσα.

Απ’ τη γιορτή της Παναγιάς,
Μέσ’ απ’ το Μεσοχώρι.
Τρεχάτος πήγα για να πιω,
Μια μπίρα στο Νταμπόρι.

Ήρθε στο νου μου το σχολειό,
Η ξυπολησιά στο λάκκο.
Και κείνο το Σαράντα Εφτά,
Που τα ‘κανε άνω - κάτω.

Αθήνα: 25 Μάρτη 2011

Έπειτα και το δεύτερο ποίημα:  

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΗ

Σε τούτον κόσμο πέρασα, χάρηκα και καμπόσο,
Οι πίκρες ήτανε πολλές, το βάσανο άλλο τόσο.

Τώρα μεσ’ στα γεράματα, θυμάμαι τα παλιά,
Που πίναμε και τρώγαμε ψητά στην Παναγιά.

Το λάδι τώρα τέλειωσε, τόσο ήταν η ζωή,
Θα φύγω κάποια μέρα, θα πάω στην κάτω γη.

Θα πάω να βρω το Γιάννη και τον Παλιό Καλιά,
Το Φώτο, την Ανθούλα, που αγάπησα τρελά.

Τον πάππο, τους γονείς μου, εκεί θα τους βρω,
Ν’ αλλάξω πέντε λόγια, να το ευχαριστηθώ.

Θ’ αφήσω τα παιδιά μου, τ’ αγγόνια της καρδιάς,
Να ‘χουν ζωή να ζήσουν, να ‘ναι αγαπητά.

Γι’ αυτό καλά μ’ αδέρφια, παιδιά και συγγενείς,
Μην κλάψετε σαν φύγω, σταθείτε δυνατοί.

Αθήνα: 5 Γενάρη 2011     

Έγινε έτσι έστω για λίγο ποιητής ο Νικόλαος...
Καθώς διαβάζω τους στίχους του, ο νους μου ταξιδεύει.
Πάει, εκεί, στο πράσινο χαλί του γηπέδου της Δερβιτσιάνης, που η παρέα του Νίκου, (Γιάννης Μπεκιάρης, Ηλίας Καραντζάς, Θοδωρής Λίτσης κι άλλοι πολλοί, που όλοι μαζί αποτελούσαν την εκπληκτική ομάδα)  εκείνα τα πέτρινα χρόνια του ‘60, έγραψε, στο άθλημα του ποδοσφαίρου, λαμπρή ιστορία.
Η ωραία παρέα, καθώς άφηνε τη μπάλα, έπιανε το τραγούδι στο Τρίγωνο, στην Παναγιά, στο Μοναστήρι…
Τα ποιήματα του Νικόλαου, αφού μου έδωσε ο ίδιος «το δικαίωμα», τα έκανα «ότι θέλησα».
Πρόσθεσα ή αφαίρεσα καμιά λέξη, ταχτοποίησα ελαφρώς ρυθμό και ρήμα. Ασφαλώς, χωρίς να  πειράξω τα βασικά στοιχεία.
Αρχές Ιούλη, καθώς τον επισκέφτηκα στο σπίτι της Άννας, ο Νικόλαος μου αφηγήθηκε ένα γεγονός:
«Πριν το ‘90 πολλά πράγματα γυρόφερναν μέσα μου, αλλά την πτώση του μονισμού και το να κάθομαι τώρα σε μπαλκόνι οικίας στην οδό Λιμπεροπούλου στο Νέο Ψυχικό και να αγναντεύω από ‘δω τη μισή Αθήνα, δεν μου το χωρούσε ο νους».
Μου είπε, επίσης, κι ένα παράπονο:
«Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν θα αρκούσαν τα 97 μεταφρασμένα πιστοποιητικά σε όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκομαι στην Ελλάδα, για να αποκτήσω την ελληνική ιθαγένεια».
Μου έδειξε μια συλλογή από σπάνια παλιά ελληνικά τραγούδια - του αείμνηστου Καζαντζίδη κι άλλων - που τα σιγοτραγουδούσε νέος μαζί με την παρέα του, κάποια ρητά και σοφά παρήλικων της Δρόπολης κι ένα μάτσο από παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που μου τις παραχώρησε με μεγάλη ευχαρίστηση, για να τις επεξεργαστώ στον υπολογιστή μου. 
Πριν χωριστούμε - με την επιθυμία να  ξαναβρεθούμε σύντομα - μου δώρισε - για ενθύμιο - δύο ξυλόγλυπτα καλλιτεχνήματά του: 
Αλέτρι με χειρολαβή και κοφτερό υνί κι ένα βουκέντρι.
Κόσμησα και μ’ αυτά την μικρό μου ενοικιαζόμενη οικία, που βρίσκεται ανάμεσα στο Πολύγωνο, τους Αμπελόκηπους και τη Νέα Φιλοθέη.

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
29/10/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...