… Περνούσαν τα καλώδια από του Κότρου, του Δέδε κι
έφταναν στου Παππά.
Στο σπίτι που διέμενε ο Στρατηγός.
Συνεννοούνταν μ’ ασύρματο όλο το Επιτελείο του Ελληνικού
Στρατού.
- Από ποιο χωριό της Βορείου Ηπείρου είσαι; - ρώτησε ο
Παναγιώτης Τάσιος το Μήτσιο Ράιδο σε καφενείο του Χολαργού.
Όταν πρωτοεπισκέφτηκε, πριν το ’90 ο κουρέας, συγγενείς
του στην Αθήνα.
- Από τη Δερβιτσάνη.
«Από το λεβεντοχώρι πες μου καλύτερα.
Σε οικογένεια πληγωμένη βαριά, λυπημένη από πολλούς
θανάτους, που βρισκόταν μέσα στο "Σαραντινό", φιλοξενήθηκα το ‘40.
Μια πανέξυπνη όμορφη μικρούλα, μοναχοκόρη, σγουρομάλλα, που τη φώναζαν Βικτωρία, (να, θυμήθηκα και το επώνυμό της: Παππά),
σηκωνόταν το πρωί, άρπαζε το μαστραπά κι όλο χαρά έτρεχε πάνω στην πέτρινη
αυλή.
Με κυνηγούσε, για να μου ‘ριχνε νερό, να πλύνω το
πρόσωπό μου. Αν δε με προλάβαινε, έφευγα νωρίς, έβαζε τα κλάματα … ».
Με τα πολλά… πίνοντας καφέ εντόπισε ο Μήτσιος τη μάνα
μου, (ελάχιστα χρόνια μικρότερή του…)
Όταν επέστρεψε στο χωριό, τής μετέφερε, από τον Παναγιώτη, τα δέοντα…
Της έδωσε κι επιστολή…
Στη συνέχεια... μετά από λίγα χρόνια, όταν άνοιξε το
σύνορο, ο Παναγιώτης και η μάνα μου αντάμωσαν στην "Ξανθίππου"…
Θυμήθηκαν τα παλιά…
Δάκρυσαν, χάρηκαν, αντάλλαξαν δώρα και ο Στρατηγός κάποια
στιγμή, σε προχωρημένη ηλικία, απεβίωσε…
Αν ζούσε σήμερα και μάθαινε ότι τη Βικτωρία
οι Έλληνες πολιτικοί τη διαφοροποιούν, της αφαιρούν το δικαίωμα, να επωφεληθεί
κι αυτή, στα πάτρια εδάφη, το πενιχρό Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, θα τους
έπαιρνε με τα σάπια.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
22/10/2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου