Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ…

Ο Σπύρος απ’ τα Τζουμέρκα, που τρέχει να βρει συνέταιρο Γερμανό για να βγάλουν από κοινού την επιχείρησή του από την  καθυστέρηση και να τη θέσουν σε τροχιά ανάπτυξης, πρόσφατα  επισκέφτηκε τη Νυρεμβέργη.

Για να πάει σ’ απόμερο σημείο της πόλης, κάλεσε ταξί …  

Έλαχε να ήταν πατριώτης του ο ταξιτζής.

Απ’ τα Καμένα Βούρλα.

Αυθόρμητα η συνομιλία τους ακούμπησε στην ανοιχτή πληγή της πονεμένης τους  Πατρίδας…

Κατακρίνουν το σάπιο πολιτικό σύστημα κι αναλογίζουν ευθύνες στις αλλεπάλληλες κυβερνήσεις των 40 τελευταίων ετών, που κατάντησαν την Ελλάδα στο σημερινό χάλι.

Πρόβαλε η νοοτροπία του Έλληνα τη στιγμή που ετοιμάστηκε ο Τσουμερκιώτης να κατέβει απ’ το ταξί:

- Μην κόβεις απόδειξη, τι τη θες - λέει στο συμπατριώτη του.

Ο Όθωνας πρώτα τον κοιτάει λοξά κι έπειτα τ' απαντάει:

- Δεν είναι Ελλάδα εδώ αδελφέ που ακόμα και αυτή τη δύσκολη στιγμή καταληστεύετε το κράτος;!

Τη τσέπη σας…, το μέλλον σας…

Η γυναίκα μου είναι σε ταμείο ανεργίας, εγώ κοντεύω να βγω στη σύνταξη.

Αν δεν προσφέρουμε στο κράτος, τότε από πού να βρει τα λεφτά να μας πληρώσει...;!

Έλληνες και οι δύο, άλλα ο καθένας με διαφορετική νοοτροπία και συμπεριφορά.

Που τη διδάχτηκε σ' αντίστοιχη χώρα και κοινωνία…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

20/10/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...