Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΤΑ ΕΓΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ…

Με το μηχανικό του ορυχείου της Μεμαλίαϊ, φορεμένοι με την ειδική φόρμα και το καπέλο του μιναδόρου - με τον προβολέα μπροστά σαν μάτι Κύκλωπα - πέσαμε κουβάς με το ασανσέρ 300 μέτρα κάτω, στα έγκατα της γης.

Κάθε 100 μέτρα βάθος, σταματούσες και βρισκόσουν σε σήραγγες…

Ήταν απαίτησή μου να πιάσουμε πάτο.

Να επισκεφτούμε το πιο δύσκολο μέτωπο εξόρυξης πετροκάρβουνου.

Στο τελευταίο επίπεδο μας περίμενε το τρενάκι που κουβαλούσε τον υπόγειο πλούτο.

Πάτησε η μπότα μας σε βάλτο κι ανεβήκαμε…, να μας πάει προς τα πού τάχα το τρενάκι;!

Μακριά.Κάπου 3 χιλιόμετρα μακριά.

Σταματήσαμε προσωρινά σε αποθηκεμένο πετροκάρβουνο.Μιλήσαμε με μιναδόρους. Κατευθυνθήκαμε μετά, με τα πόδια, προς το μέτωπο που βγαίνει ο ορυκτός πλούτος.

- Να εδώ είναι το βασικό μέτωπο - λέει ο μηχανικός.

Είδα μια ξύλινη σκάλα ακουμπημένη στην πρόσωψη του τούνελ. Την σκαρφάλωσα με το βλέμμα μου. Ως το σημείο που φαινόταν μια τρύπα …

Έβαλε μια φωνή ο μηχανικός:

- Μπουγιάρ κατέβαινε κάτω!

Έπεσαν, σαν από τρύπα ποντικού, κάτω στο έδαφος, πρώτα μερικά κομμάτια πετροκάρβουνου… μετά πρόβαλαν οι μπότες, τα πόδια, μισό σώμα ανθρώπου …

Ολόκληρος ο μιναδόρος... ήρθε κοντά μας …

Το πρόσωπό του ήταν κατάμαυρο. Πίσσα. Μ’ έπιασε πανικός, παράπονο, αλλά πώς και ποιανού να το έλεγα.

Μετάνιωσα για την πρωτοβουλία μου, να επισκεφτώ ένα τόσο δύσκολο μέτωπο, ορυχείο πετροκάρβουνου …

- Για πες μου, Μπουγιάρ, πώς τα πάτε με το σχέδιο;

- Καλά.

Καλάθια..., είπα μέσα μου, καθώς είδα να ασπρίζουν μόνο τα δόντια του.

Κατάμαυροι θα ήταν και οι πνεύμονές του, σίγουρα. Τι κι αν έπινε γάλα…!!!

Χωρίς να του απευθύνω άλλο ερώτημα συνέχισε να μονολογεί:

- Δουλεύομαι με βάρδιες. Κάθε δεκαπενθήμερο την αλλάζουμε…

Μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ:

- Χειμώνας είναι, νυχτώνει νωρίς. Τη βάρδια την αφήνει αργά. Από το σπίτι του ξεκινάει για δουλειά νύχτα κι επιστρέφει στο σπίτι νύχτα. 15 μέρες μόνο νύχτα βλέπει ο άνθρωπος…

Ζει κι εργάζεται μέσα στο σκοτάδι …

Μου μπήκε λαχτάρα…, μαχαιριά στην καρδιά …

- Υπάρχουν ατυχήματα;

- Αλίμονο. 

Και σούφρωσαν τα χείλι του.

Ήρθε στη μνήμη μου ο Αμπντούλ από τη Ζαποκίκα, που τον συνάντησα πριν από χρόνια στη Νευροχειρουργική των Τιράνων … Ο οποίος  έσπασε τη μέση του στο ίδιο ορυχείο κι έμεινε ανάπηρος… 

- Από πού είσαι;

- Από το Ισβόρι. Αν τρυπήσουμε πάνω από το κεφάλι μας, πέφτουμε στο χωριό μου.

- Με τι ασχολούνται τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας;

- Με τη γεωργία. Ο πατέρας μου είναι κτηνοτρόφος.

- Τώρα ίσως να βόσκει το κοπάδι του συνεταιρισμού σε λιβάδια πάνω από το κεφάλι μας…, του είπα και χαμογέλασα πικρά.

- Εγώ παλεύω στο ορυχείο, βγάζοντας πετροκάρβουνο, ενώ ο πατέρας μου παλεύει στην ύπαιθρο. Και πετυχαίνει πλούσια γαλατοπαραγωγή …

Κατάλαβα ότι ο μιναδόρος ήταν κομμουνιστής…

Γιατί τον είδα να ήταν χαρούμενος... Ήταν προικισμένος με ιδανικά ο άνθρωπος ...


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

28/09/2015
  










 

 








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...