Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΤ’ ΑΗΛΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝΕΡΙ

Προ καιρού με τον καλό μου φίλο, Παντελή Γκόλε σχεδιάζαμε να κάνουμε Αυγουστιάτικα ένα πικνίκ στο Μοναστήρι της Καλογοραντζής.

Στα ονομαζόμενα Ραβένια.

Χθες το πραγματοποιήσαμε μ’ επιτυχία.

Παρέα με δύο ωραίους Τάκηδες:

(Τάσσης ο ένας, Σιάνος ο άλλος).

Με αυτοκίνητο που σκαρφαλώνει άνετα στα ύψη, πήραμε δίπλα τα βουνά.

Ανάψαμε κερί στον Άη Θανάση, φωτογραφηθήκαμε στη Γούβα του Τσιμόκα, περάσαμε τη σκάλα, ένα σέλωμα και σταθμεύσαμε στα χωράφια των Ραβενιών.

Όπου και κατασκηνώσαμε.

Το Μοναστήρι, εντελώς απροστάτευτο, συνεχίζει να καταρρέει με ταχύτητα μπροστά σε μάτια ανεύθυνων κληρικών.

(Να φτιάχνουν νέους ναούς, αλλά να φροντίζουν και τους παλιούς, είναι η κοινή μας λογική).

Το βλέπεις να ‘ναι σ’ άθλια κατάσταση και ανατριχιάζεις…

Είναι νύχτα με τ’ άστρα τόσο κοντά, σαν να τα πιάσεις με το χέρι κι ο τσούραλης τραγουδάει αδιάκοπα.  

Καθόμαστε γύρω από την αναμμένη φωτιά, που ψήνει σιγανά τους γευστικούς μεζέδες…, που συνοδεύουν το ζουρλονέρι (τη ρακή) του αστείου και της ανοικτής καρδιάς.  

… Με το μάτι πιάνεις εύκολα τον Αηλιά.

Με τα πόδια θέλεις ώρες.

Ταξιδεύουμε - δύο ποδαράτοι και δύο καβάλα στ’ άλογα  κι εναλλάξ - πριν ακόμα σκάσει ο ήλιος στο τσαντίρι μας.

Αλλιώς μέσα στη γάστρα του μεσημεριού πώς να πιανόταν τ’ Αγιονέρι;!

Μέχρι να φτάσουμε επιτόπου, στην θαυματουργή πηγή, μας επιτίθενται μαντρόσκυλα.

Ο σύνοδος,  ο Αντώνης, που μας δάνεισε τ’ άλογα, ξέρει να τα «περιποιηθεί»…

Από διάφορα σημεία στα Σιάδια,  στη Σκουρτιά…, προβάλουν μπροστά μας άνθρωποι του βουνού…

Μεταξύ τους συνεννοούνται με ψηλή φωνή…

Είναι ο μήνας  της συγκομιδής του τσαγιού, όμως ο αγουροφάης το έχει μαζέψει πριν ακόμα ψηθεί.

Κάπου βρίσκουμε με δυσκολία κανά κλωνί και κόβουμε όσο για μυρωδιά.

Μαζεύουμε και ρίγανη.    

Πάνω στην βουνοκορυφή, απ’ όπου αγναντεύεις άνετα την Κέρκυρα, την θάλασσα, τα χωριά, τους κάμπους…, φυτρώνουν αρκετά οχυρά.

Τι διάολο και σ’ αυτά τα ύψη θα πατούσε ο αόρατος εχθρός;!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
11/08/2015


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...