Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΝΑ ΜΕ ΠΑΤΕ ΜΕ ΛΑΛΟΥΜΕΝΑ!».

(Μονολογεί η γριά μάνα μου άφοβα για το θάνατο, αφού «χόρτασε» ζωή).

Κούφια η ώρα που θα μιλήσω για το θάνατο. Δεν είναι για έναν, είναι για όλους ο θάνατος - κοινό ποτήρι.

Άμα έρθει στην πόρτα σου, θα του πεις όχι; Δεν του την κλείνεις, σε τσιμπάει το μαύρο φίδι.

Όλα να ήταν όπως είναι, μόνον αυτή η τρύπα να μην ήταν, που μας παίρνει χωρίς γυρισμό.

Εγώ το ‘φαγα το τσαΐρι μου κι αν φύγω δεν με μέλει, κουράστηκα πολύ. Σε κουράζει η άτιμη ζωή.

Να φύγω με το καλό θέλω τώρα, με ειρήνη. Μου βγαίνει στον ύπνο τη νύχτα…, έρχεται ως τη θύρα αρματωμένη η νεκρή μάνα μου και φεύγει.

Τη ρωτώ:

- Πότε θα ‘ρθεις να με πάρεις;

Αυτή τσιμουδιά… Δεν μιλάει…

Μ’ αφήνει να ‘μαι εδώ, δεν με θέλει ακόμα κοντά της…

Σε δογένια σκάλα, θυμάμαι, βάζαμε παλιά τους νεκρούς.

Όταν πέθανε η νίνη καλή, χάλασε το σεντούκι ο μαραγκός κι έφτιαξε την κάσα της. Όταν σου κόβονται στη ρίζα, σου μαραζώνει το κορμί, σε πονάει όπου τ' αγγίξεις, λες:

- Ώρα μου καλή! Δεν γίνεται ζημιά... Λίγο είναι το κακό όταν φεύγει ο  παλιός. Δεν μένει κρεμασμένο ντουφέκι...

Ένας ψύλλος είναι η ζωή, τόσο μικρή, κρίμα που είμαστε κακοί...

Κανέναν δεν έθαψαν με λεφτά. Ούτε με σπίτια - οι τοίχοι εδώ μένουν, οι άνθρωποι φεύγουν - γίνονται μια χούφτα χώμα.

Αφού γέρασα πολύ, όταν θα πάω στον ίσκιο με τους πολλούς, στην "Αγία Παρασκευή", να με πάτε με λαλούμενα.

- Για ποιον βαράει  η καμπάνα;

- Για όποιον του σώθηκαν οι μέρες.

Μας πιάστηκε η ψυχή από τις πολλές καμπάνες φέτος. Τούτη, που χτυπάει τώρα, είναι μεγάλη καμπάνα, φεύγει κάποια νέα ψυχή, δεν έχει βάλει σειρά…

Λυπηρό, θα τον σκεπάσει νωρίς το χώμα... Καλύτερα να είχα φύγει εγώ. Εδώ… τι κάνω ακόμα…;!

Από το έργο μου: "Το βιβλίο της Μάνας μου".


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
25/06/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...