(Μονολογεί
η γριά μάνα μου άφοβα για το θάνατο, αφού «χόρτασε» ζωή).
Κούφια η ώρα που θα μιλήσω για το θάνατο. Δεν είναι για έναν, είναι για όλους ο θάνατος
- κοινό ποτήρι.
Άμα έρθει στην πόρτα σου, θα του πεις όχι; Δεν του την κλείνεις, σε τσιμπάει το μαύρο φίδι.
Όλα να ήταν όπως είναι, μόνον αυτή η
τρύπα να μην ήταν, που μας παίρνει χωρίς γυρισμό.
Εγώ το ‘φαγα το τσαΐρι μου κι αν φύγω δεν
με μέλει, κουράστηκα πολύ. Σε κουράζει η άτιμη ζωή.
Να φύγω με το καλό θέλω τώρα, με ειρήνη. Μου βγαίνει στον ύπνο τη νύχτα…, έρχεται
ως τη θύρα αρματωμένη η νεκρή μάνα μου και φεύγει.
Τη ρωτώ:
- Πότε θα ‘ρθεις να με πάρεις;
Αυτή τσιμουδιά… Δεν μιλάει…
Μ’ αφήνει να ‘μαι εδώ, δεν με θέλει ακόμα κοντά της…
Σε δογένια σκάλα, θυμάμαι, βάζαμε παλιά τους
νεκρούς.
Όταν πέθανε η νίνη καλή, χάλασε το σεντούκι ο μαραγκός κι έφτιαξε την κάσα της. Όταν σου κόβονται στη ρίζα, σου μαραζώνει το κορμί, σε πονάει όπου τ' αγγίξεις, λες:
Όταν πέθανε η νίνη καλή, χάλασε το σεντούκι ο μαραγκός κι έφτιαξε την κάσα της. Όταν σου κόβονται στη ρίζα, σου μαραζώνει το κορμί, σε πονάει όπου τ' αγγίξεις, λες:
- Ώρα μου καλή! Δεν γίνεται ζημιά... Λίγο είναι το κακό
όταν φεύγει ο παλιός. Δεν μένει κρεμασμένο ντουφέκι...
Ένας ψύλλος είναι η ζωή, τόσο μικρή,
κρίμα που είμαστε κακοί...
Κανέναν δεν έθαψαν με λεφτά. Ούτε με σπίτια - οι τοίχοι εδώ μένουν, οι
άνθρωποι φεύγουν - γίνονται μια χούφτα χώμα.
Αφού γέρασα πολύ, όταν θα πάω στον ίσκιο
με τους πολλούς, στην "Αγία Παρασκευή", να με πάτε με λαλούμενα.
- Για ποιον βαράει η καμπάνα;
- Για όποιον του σώθηκαν οι μέρες.
Μας πιάστηκε η ψυχή από τις πολλές
καμπάνες φέτος. Τούτη, που χτυπάει τώρα, είναι μεγάλη καμπάνα,
φεύγει κάποια νέα ψυχή, δεν έχει βάλει σειρά…
Λυπηρό, θα τον σκεπάσει νωρίς το χώμα... Καλύτερα να είχα φύγει εγώ. Εδώ… τι κάνω ακόμα…;!
Από το έργο μου: "Το βιβλίο της Μάνας μου".
Από το έργο μου: "Το βιβλίο της Μάνας μου".
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
25/06/2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου