Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η «ΕΞΕΛΙΞΗ» ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ

(Κοινωνικό θέμα).

Είμαστε περαστικοί…, να ξεπροβοδούμε ο ένας τον άλλο…

Η ζωή έχει ένα τέλος… κι αυτό το τέλος - που κανείς δεν μπορεί να τ’ αποφύγει, ούτε να το προβλέψει - κάποια στιγμή έρχεται…

… Μετά την κηδεία - τον τελευταίο αποχωρισμό, το αντίο στ’ αγαπημένο πρόσωπο - τα μέλη της οικογένειας μαζί με συντοπίτες, συγγενείς και φίλους κάθονται για φαγητό.  

Τελετουργία αυτή που ο κόσμος τη διατηρεί και τη σέβεται από παλιά.

Συγχρόνως την εμπλουτίζει και με νέα στοιχεία...

Είναι θετικό το γεγονός της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους στη δύσκολη στιγμή.

Έτσι μοιράζονται τον πόνο…

Όμως... στη νέα εποχή που διανύουμε, διαπιστώνουμε μια «εξέλιξη», που χρειάζεται να συζητηθεί, κι αν υπάρχει πιθανότητα ν' αντιδράσουμε εποικοδομητικά…  

Το τραπέζι της κηδείας, που γίνεται σε πολυτελέστατο εστιατόριο, δεν διαφέρει πολύ απ’ αυτό του γάμου…

Το χειρότερο είναι ότι έχει ξεσπάσει κρυφή άμιλλα μεταξύ των ανθρώπων, ποιος να το κάνει πλουσιότερο.

Με δίκιο μερικοί σε τέτοιο περιβάλλον ξεχνιούνται και τη στιγμή που συλλυπούνται, ετοιμάζονται να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους.

Μέσα στην ένταση του πόνου και της θλίψης, έχεις και τα παρατράγουδα…

Δυσαρέσκειες της μορφής: «Εμένα γιατί δεν με προσκάλεσες στο τραπέζι…»

Παλιά λειτουργούσαν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα.

Την λυπημένη οικογένεια, την πρόσεχαν, τη φρόντιζαν οι κοντινοί συγγενείς και συνήθως η γειτονιά.

Συνεννοούνταν μεταξύ τους και της προσέφεραν τη μέρα του πόνου κι ως το σαρανταήμερο φαγητό με κουτάλι κι οτιδήποτε άλλο χρειάζονταν…

(Στο τραπέζι που στρωνόταν, δεν έβαζαν ούτε πιρούνι, ούτε μαχαίρι. Με την έννοια... να μη βγάλουν τα μάτια του νεκρού...)

Επίσης και σε γιορτινές μέρες της παρευρισκόταν, κατά τη διάρκεια της χρονιάς του πένθους, που η λυπημένη οικογένεια δεν μπορούσε να ετοιμάσει στο λυπημένο σπίτι της τ' απαραίτητα.

Έτσι μαλακώνει κάπως ο πόνος, αποδέχεσαι την απώλεια ο πονεμένος άνθρωπος και συνεχίζει ομαλά τη ζωή του.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

08/05/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...