(Έτσι… για να "ξεχάσουμε" κάπως τα σοβαρά…)
Η μάνα καλή μου, είτε αλλιώς - η μάνα - Γκέλω - εκείνα τα δύσκολα
χρόνια, όταν πήγαινε στο Χάσκοβο, σε συγγενείς, τύλιγε σ' ένα χαρτί λίγη ζάχαρη
και καφέ και τα κομπόδενε στο ζωνάρι της.
Για να τα 'χε για το δρόμο.
Περπατώντας στη ρίζα του βουνού, κάθε τόσο κοντοστέκονταν...
Έβγαζε το χαρτί από το ζωνάρι της κι έβαζε λίγο καφέ με ζάχαρη στη γλώσσα της.
Για να ‘παιρνε δύναμη.
Κατέβαζε κάτω κι από καμιά γουλιά ρακί, από το μπουκαλάκι,
που κρατούσε σε πάνινη σακούλα.
Ενώ ο δόλιος, ο πολυδουλεμένος πατέρας μου, όταν η μάνα μου
του ‘ψηνε καφέ, ανακατεμένο μ’ αρκετό
κριθάρι - τότε στο μανάβικο τύγχανε να πάρουμε σαν οικογένεια μόνο 100
γραμμάρια καφέ το μήνα - θυμάμαι που της έλεγε:
- Βίτα! Φύγε από κοντά μου, γιατί φοβάμαι μη χλιμιντρίσω σαν
το μουλάρι και σε κλοτσήσω...!
....Σήμερα, ασφαλώς, γελάς με τέτοιου είδους γεγονότα;!
Αλλά συγχρόνως… και λυπάσαι…
Σιχαίνεσαι εκείνη τη μαύρη εποχή;!
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
22/05/2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου