Ανιψούλα μου από δάκρυ,
πνίγεται η καρδιά μου όλη.
Τρέμω, πώς θα βγάλω άκρη,
στ’ άχαρο το μοιρολόι.
Με σαΐτα πυρωμένη,
μας ετρύπησες τα στήθη.
Πριν η άνοιξή σου, Ελένη,
με λουλούδια σε στολίσει.
Σου ‘ριξε ο Μάης άνθη,
τόσα που δεν είχε άλλα.
Να σου πλέκανε στεφάνι,
γης και ουρανός αντάμα.
Ποιος σου μάρανε τα νιάτα,
που αλλού δεν είδα Ελένη;!
Ποιος σου πήρε τα δυο μάτια,
που τα ζήλευε η οικουμένη;!
Μήπως μάγια σου είχαν κάνει,
να τ’ απέφευγες, ξεφτέρι.
Σ’ ανεβάσαμε στην πλάτη,
στ’ Αηλιά το Αγιονέρι.
Σε γιατρούς μ’ όνομα πρώτο,
σε παιδέψαμε Ελένη.
Μήπως βρίσκαμε το χόρτο,
για πληγή που δε διαβαίνει.
Πού δεν φτάσαμε από τρέλα,
μην σε σώζαμε, καμάρι.
Αχ, μας έσβησες μια μέρα,
μια μουντή αυγή του Μάη.
«Άπλωσε το χέρι μόνο,
για να δούμε αν καις ακόμα.
Πώς αντέχει μπυρ, τον πόνο,
το σακατεμένο σώμα;!»
«Αν πονάς, κουνήσου Ελένη,
για να καταλάβω, η δόλια».
Λέει η μανούλα σου όταν κλαίει,
στου πρωγιού τα μοιρολόγια.
«Για να ‘ρθω, να σ’ απαλύνω,
τα πονίδια, λίγο μόνο.
Μαξιλάρι σου να γίνω,
ν’ ακουμπάς, να φεύγει ο πόνος».
Γάμο θέλαμε, καλή μας,
νύφη να ‘σουνα, τι θαύμα.
Μεσ’ στην πέτρινη αυλή μας,
να ‘σερνες χορό αράδα.
Να ‘ρχονταν μεγάλο ψίκι,
να ‘χαμε χαρά μεγάλη.
Αχ, λουλούδι πριν ανθίσεις,
πώς σε μάρανε ο Μάης;!
Έφυγες στα είκοσι τρία,
δεκαπέντε χρόνια πόνος.
Σου φαρμάκωσε τη ρίζα,
αχ, σε σώριασε σαν κλώνο.
Ναι, σε ζήλεψε περίσσια,
ο Θεός, σε πάει σ’ αγγέλους.
Στα ψηλά τα κυπαρίσσια,
σ’ ίσκιους, σε σιγή του τέλους.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
20/05/2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου