Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΙΑ ΜΟΥΝΤΗ ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΜΑΗ

(Αφιερωμένο στην ανιψιά μου, την Ελένη, που χωρίστηκε πρόωρα από μας, στα είκοσι τρία της χρόνια, από ανίατη ασθένεια.

Γραμμένο στις 19/05/2002)

Ανιψούλα μου από δάκρυ,
πνίγεται  η καρδιά μου όλη.
Τρέμω, πώς θα  βγάλω άκρη,
στ’ άχαρο το μοιρολόι.

Με σαΐτα πυρωμένη,
μας ετρύπησες τα στήθη.
Πριν η άνοιξή σου, Ελένη,
με λουλούδια σε στολίσει.

Σου ‘ριξε ο Μάης άνθη,
τόσα που δεν είχε άλλα.
Να σου πλέκανε στεφάνι,
γης και ουρανός αντάμα. 

Ποιος σου μάρανε τα νιάτα,
που αλλού δεν είδα Ελένη;!
Ποιος σου πήρε τα δυο μάτια,
που τα ζήλευε η οικουμένη;!

Μήπως μάγια σου είχαν κάνει,
να τ’ απέφευγες, ξεφτέρι.
Σ’ ανεβάσαμε στην πλάτη,
στ’ Αηλιά το Αγιονέρι.

Σε γιατρούς μ’ όνομα πρώτο,
σε παιδέψαμε Ελένη.
Μήπως βρίσκαμε το χόρτο,
για πληγή που δε διαβαίνει.

Πού δεν φτάσαμε από τρέλα,
μην σε σώζαμε, καμάρι.
Αχ, μας έσβησες μια μέρα,
μια μουντή αυγή του Μάη.

«Άπλωσε το χέρι μόνο,
για να δούμε αν καις ακόμα.
Πώς αντέχει μπυρ, τον πόνο,
το σακατεμένο σώμα;!»

«Αν πονάς, κουνήσου Ελένη,
για να καταλάβω, η δόλια».
Λέει η μανούλα σου όταν κλαίει,
στου πρωγιού τα μοιρολόγια.

«Για να ‘ρθω, να σ’ απαλύνω,
τα πονίδια, λίγο μόνο.
Μαξιλάρι σου να γίνω,
ν’ ακουμπάς, να φεύγει ο πόνος».

Γάμο θέλαμε, καλή μας,
νύφη να ‘σουνα, τι θαύμα.
Μεσ’ στην πέτρινη αυλή μας,
να ‘σερνες χορό αράδα.

Να ‘ρχονταν μεγάλο ψίκι,
να ‘χαμε χαρά μεγάλη.
Αχ, λουλούδι πριν ανθίσεις,
πώς σε μάρανε ο Μάης;!

Έφυγες στα είκοσι τρία,
δεκαπέντε χρόνια πόνος.
Σου φαρμάκωσε τη ρίζα,
αχ, σε σώριασε σαν κλώνο.

Ναι, σε ζήλεψε περίσσια,
ο Θεός, σε πάει σ’ αγγέλους.
Στα ψηλά τα κυπαρίσσια,
σ’ ίσκιους, σε σιγή του τέλους.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
20/05/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...