Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΜΑΣΤΟΡΩ - ΓΑΡΟΥΦΩ

Η Γαρούφω Μίγιου "γκρέμισε" το μύθο, που το επάγγελμα του οικοδόμου το θεωρούσε αποκλειστικά ανδρικό.       

Δείγματα της μαστορικής δουλειάς της βλέπουμε ακόμα και σήμερα σε τοίχους, που περικλείουν κήπους και αυλές.

Υπάρχουν ακόμα, σπίτια σκεπασμένα με πλάκες, απ’ τα χέρια της.

Στον καιρό της Ιταλίας, έσπαγε με βαριά πέτρες και γέμιζε γούρνες στο ντερβένι.

Το '14 όταν επισκέφτηκε τη Δερβιτσάνη ο στρατηγός Δάγγιλσον, στο έμπα του χωριού τον περίμενε πλήθος κόσμου. 

Ανάμεσα του, στολισμένη νύφη, ήταν και η Γαρούφω.

Ο στρατηγός ρώτησε τότε τον κόσμο:

- Είστε όλοι έτοιμοι να πολεμήσετε…;

Συνέχισε το σκεπτικό του: 

- Δεν πιστεύω όμως κι οι γυναίκες;

- Γιατί να μην είμαστε; - λέει η Γαρούφω - ρίχνοντας το αετίσιο βλέμμα προς το όπλο ενός στρατιώτη. 

Ο στρατηγός διέταξε το στρατιώτη να της δώσει το τουφέκι.

Η Γαρούφω το πήρε και πυροβόλησε στον αέρα τρεις - τέσσερις φορές…

…Πρόσφερε παρά πολλά το ’35 στην υπόθεση των γραμμάτων.

«Το υπογεγραμμένο υπόμνημα στο Ελληνικό Προξενείο αυτή το πήγε, γράφει ο Φίλιππας Λίτσιος στο αφήγημα «Οι Αμαζόνες της Δερβιτσάνης».

Ήταν η Γαρούφω Μίγιου. Αληθινή Αμαζόνα!

Στην ανάγκη μπορούσε να παλέψει και με δέκα τζαντάρηδες. Να τους ξεσχίσει με τα δόντια!

Αποφασισμένη να μην αφήνει κανέναν να ψάξει στο πιο κρυφό μέρος του κορμιού της.

Ναι! Αυτή δεν γνώριζε το νόημα της λέξης «φόβος».

Και το υπόμνημα πήγε στον προορισμό του».

Έπαιξε ρόλο αγγελιοφόρου, συνδέσμου ανάμεσα Ελληνικού Προξενείου και Δερβιτσάνης.

Κατέφθαναν στο χωριό πολλά επίσημα γράμματα απ’ όλη τη Μειονότητα.

Ποιος θα τα πήγαινε στο Προξενείο;

Τ’ ανέλαβε η Γαρούφω…

Πήρε τη ρόκα και με δύο καλάθια γεμάτα με λάχανα ανηφόρισε στην πόλη, φωνάζοντας στο δρόμο που σε οδηγεί στο Ελληνικό Προξενείο:

Λάχανα καλά! Πάρτε λάχανα!

Μέσα σ’ αυτά ήταν όλη η αλληλογραφία.

Όταν έφτασε στο Προξενείο δυνάμωσε η φωνή της περισσότερο…

Κατέβηκε στα γρήγορα ένας υπάλληλος και αγόρασε τα λάχανα.

… Το Θοδωρή Μάστορα, που ασθένησε στον πόλεμο τον περιέθαλψε στο σπίτι της πάνω από ένα μήνα.

Στο ξεπροβόδισμα τον προκάλεσε να βάλουν στοίχημα ποιος θα χτυπήσει με τ’ όπλο το μεγαλύτερο κλαρί της μιλικοκιάς απέναντι απ’ το σπίτι της.

Έριξε πρώτη αυτή και τ’ άνοιξε μεγάλη τρύπα στη μέση.

 Στη σειρά του ο Θοδωρής της λέει:

- Μπα..., εγώ δεν μπορώ .

Δεν πυροβόλησε, για να την αφήσει στα πρωτεία της… Για να μην την προσβάλλει…

... Η Γαφούρω Μίγιου ήταν αντρογυναίκα…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

14/05/2015 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...