Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΚΥΠΡΟΚΟΥΔΟΥΝΟ

Να το πάει ή να μην το πάει το ραγισμένο κυπροκούδουνο στο συγκολλητή στ’ Αργυρόκαστρο ο Κίτσιος Κουρεμένος;!

Τσέλιγκας από πιτσιρικάς. Μεγαλωμένος μέσα στις κάπες, στα καρδάρια, στο γάλα και το θυμάρι. Πίσω από την ουρά των προβάτων με την αγκλίτσα μια ζωή…  

Δίβουλος ήταν, επειδή φοβούνταν - από το κόλλημα - το κυπροκούδουνο μη χάσει τον γλυκό του ήχο. Και τότε θα ράγιζε η καρδιά του!

Πόσο, όμως, θα καθόταν κρεμασμένο ακόμα μέσα στην καλύβα;! Έτσι αποφάσισε να το πάει στο μάστορα.

Ένα πρωί, φόρεσε τα καλά διμιτένια του ρούχα και κατέβηκε στην πόλη. Για να βρει, όπως τον συμβούλεψαν, το Λάκη Τζιά, που ξέρει από συγκόλληση.

Το και το, λέει το χάλι του στο μάστορα. 

Ο Λάκης έκανε τ’ αφτιά δεκατέσσερα  και τα μάτια άλλα τόσα, για ν’ ακούσει, να δει και να ψυχολογήσει την ανησυχία του τσέλιγκα. Πήρε το κουδούνι στο χέρι του, του ‘ριξε μια ματιά, κι αφού μπήκε στο νόημα, το τι έπρεπε να του κάνει, γύρισε προς τον Κίτσιο και του λέει:

«...Θα τα καταφέρουμε!».

Ο βοσκός χαμογέλασε, του ‘κατσε η καρδιά στον τόπο, αφού αυτό ήθελε. Να μην χάσει το κυπροκούδουνο τον πρώτο του ωραίο ήχο.

Προτού πιάσει δουλειά, ο Λάκης το κουδούνισε. Ντριγκ - ντραγκ, ντριγκ - ντραγκ…, βραχνιασμένο το βρήκε. Ο ήχος σαν να του γρατζουνούσε τ' αφτί…, δεν του άρεσε καθόλου...

- Θα σε κανονίσω εγώ τώρα - του λέει. - Θα σου φέρω εγώ τη φωνή, που σου έφυγε.

Πρώτα του 'βγαλε το γλωσσίδι κι άρχισε να πικάρει προσεκτικά. Να καθαρίζει τα χοντράδια της συγκόλλησης. Αλλά και κάπου να κόβει λίγο μέταλλο και πάλι να γεμίζει τα κενά… Από το χέρι του, τη δουλειά του κρεμιόνταν η ποιότητα της φωνής.

Μετά από κάθε ελαφρό κόλλημα, χτυπάει με το γλωσσίδι το κουδούνι, γυρισμένο προς τ’ αυτί του. Τ’ ακούει προσεχτικά, συνομιλεί μαζί του.

Τον έβλεπε ο τσέλιγκας πώς δούλευε, με μεράκι και χαιρόταν. Η ζωγραφισμένη υποψία στο πρόσωπό του χαλάρωσε.

Έλεγε μέσα του:

«Καλά μου τον είχαν περιγράψει το μάστορα. Έπεσα σ’ αληθινά χρυσά χέρια που, ότι χαλασμένο πιάνουν, το κάνουν καινούργιο».

...Να, έτσι, έφτιαξαν και το κυπροκούδουνο του Κίτσιου. Δεν έχασε ήχο, ούτε και «πληγή» του φαίνεται.

Όταν ο τσέλιγκας αρμάτωσε το κριάρι, που σέρνει καμαρωτά, περήφανα το κοπάδι - πρόσθεσε το βασικό μουσικό όργανο που του 'λειπε  - η συναυλία απόχτησε ξανά την ίδια ομορφιά.
     

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
01/05/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...