Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΧΤΥΠΟΚΑΡΔΙΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ

«Θυμάμαι παιδί που έγραφα κάποτε
τον πρώτο στίχο μου. 
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ - 
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα».

Τάσος Λειβαδίτης

Αντί να της προσφέρομε εμείς κάτι συμβολικό σήμερα, με την ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής, μας κάνει η Έλσα δώρο…

Τους αγαπημένους στίχους της.

Τα χτυποκάρδια της…

Μας στέλνει - σαν τριαντάφυλλα, σαν περιστέρια - περίπου 150 ποιήματα.

Παρατηρώ ότι έχει χαρακτήρα ο στίχος της.

Γράφει:

Έκανα τη μοναξιά μου,/ παραθύρι στα όνειρά μου./ Κι ήρθε κι έκατσε ένας γλάρος/ και μου μίλησε με θάρρος.

Ότι γράφει, βγαίνει από μέσα της. Έχει περίεργο αισθητήριο… 

Από τα βάθη της ψυχής της ρέει - ρέει ακατάπαυτα - σαν μούστος - σαν παλιό κρασί - η ποίησή της …

Αν σου χαρίσουν μια καρδιά,/ κάτσε και άκουσέ την. /Αν ειν’ τα λόγια της γλυκά, / τότε φυλάκισέ την.

Είναι καημός, πόνος, παράπονο, αγάπη, ενθουσιασμός, απογοήτευση, αυθορμητισμός, μοναξιά, πληγή, μεθύσι, αϋπνία… η ποίηση της Έλσας Τζούμπα.

Πάνω απ’ όλα δάκρυ.

Απόψε δεν νιώθω καλά,/ δεν έχω κουράγιο να ζήσω./ Κι αν είναι τα θέματα απλά,/ εγώ δεν μπορώ να τα λύσω.

Κουβαλάει και χαρά ο στίχος της.

Ελάχιστη, αλλά δυνατή…

- Δεν γράφω για να δημοσιεύσω, γράφω για να αναπνεύσω - λέει.

Αν τη ζωή την έπιασες/ και της κρατάς το χέρι,/ εκείνη ότι όμορφο μπορεί,/ θα ‘ρθει και θα στο φέρει...!

Είναι βίωμα - είναι η ζωή της, αλλά και η ζωή του καθενός μας η ποίησή της. Παίζει ωραία με τις λέξεις.

Ψάχνεται διαρκώς, γυρίζει πίσω, διορθώνει το στίχο της, τον τελειοποιεί:
Να ‘χεις αγάπη στην καρδιά σου/ κι ας βρέχει απ' έξω κι ας χιονίζει,/ στη λύπη και στη μοναξιά σου,/ αυτή η αγάπη θα σε φωτίζει.

Η Έλσα μας προέκυψε ποιήτρια. Και μάλιστα αρκετά ποιοτική.

Ξέρει πώς να μεταδίδει το συναίσθημα. Να σε αγγίζει:   

Ξυπόλητη εγώ περπάτησα,/ αίμα βρήκα στα χνάρια,/ όταν μαζεύοντας ψυχή,/ σκούπισα απομεινάρια.

Γράφει από παλιά, αλλά σποραδικά. Ήταν 9 ετών όταν γύρισε σε στίχους την ομολογία της γιαγιάς της…

Είναι αφηγηματική, απλή, γνήσια, σαν αθώο παιδί, η ποίηση της.

Το Μάρτιο του 2001, τρία ποιήματα: «Ο καημός μιας χήρας μάνας», που αναλογεί σε καυτό κι επίκαιρο κοινωνικό θέμα, «Περίμενε μάνα έρχομαι» και «Των σπιτιών μας οι αυλές» δημοσιεύτηκαν σε ειδική στήλη της εφημερίδας «Λαϊκό Βήμα».

Ποιήματα που εντυπωσίασαν τον αναγνώστη.

Για να σας μπάσω κάπως από μια σχισματιά στο περιεχόμενο των στίχων της, που αντιστοιχούν σε ποιοτική ποιητική συλλογή, σας αραδιάζω τίτλους:

«Να ‘μουν νιφάδα του χιονιού», «Καημέ μου χρόνια σε φορώ», «Χωρίς αναστολές»,  «Αναμνήσεις», «Έπεσε τ’ όνειρο νεκρό πάνω στο χώμα», «Να ζει κανείς η να μη ζει», «Έδωσα μια γροθιά», «Ακόμη σε ονειρεύομαι», «Άπονη καρδιά», «Γιατί άραγε ορφάνεψα», «Δάκρυα και πάθη»…

Πέφτοντας πάνω στους στίχους της, θα πάθετε.  

Λείπει το δυσνόητο, το αφηρημένο από το στίχο της. Η ποιότητα βρίσκεται στην απλότητα της έκφρασης, στην αντιληπτή λογοτεχνική εικόνα.

Από το μετερίζι της ποίησης η Έλσα Τζούμπα έχει να μας πει πολλά… 

Από δω και πέρα, πια δεν θα μένει στην αφάνεια.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

24/04/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...