Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΣΜΕΝΗ Η ΑΤΙΜΗ ΖΩΗ

(Κοινωνικό θέμα)

Ενώ … το φτυάρι του νεκροθάφτη σκεπάζει το φέρετρο, στο νεκροταφείο πέφτει σιωπή τάφου.

Σε μιαν άκρη ακούς μια φωνή να λέει σιγανά:  

«Εδώ έκλεισε μιαν ιστορία…Είμαστε αέρας, μια ιδέα, περαστικοί, μιαν ανάμνηση. 

Ένα τίποτα …

Καταντάμε μια χούφτα χώμα και γνώμη δεν βάζουμε, δεν αλλάζουμε…»

Συνεχίζεται μέσα μου, χωρίς να το θέλω, αυθόρμητα, ο ακόλουθος συλλογισμός:

- Όλ’ αυτά… ζώντας πάνω στη γη… δεν τα διανοείς… Δεν τους δίνεις σημασία… Ούτε καν προσπαθείς να δεις ποια είναι η ουσία. Στην κοινωνία που ζούμε, δυστυχώς, περισσεύει η κακία…

Από φόβο..., από πόνο…, από ένα σωρό πράγματα ..., μόνο όταν συνοδεύεις νεκρό αισθάνεσαι κάπως άνθρωπος...     

Όμως, μόλις το πόδι σου βγει έξω απ' το νεκροταφείο, ας ενταφίασες ακόμα και δικό σου άνθρωπο, ξεχνάς το θάνατο. Νομίζεις ότι εσύ γλίτωσες κι ότι είσαι αθάνατος ...

Δεν υπολογίζεις… ότι κάποια στιγμή ο χάρος … θα σε βρει, θα χτυπήσει  και την πόρτα σου.

…. Και δώστου ξανά απ’ την αρχή. Παλεύουμε σαν τ’ αγρίμια, να φάμε  ο ένας τον άλλο ζωντανό ...  

…Κονταρομαχούμε, καυγαδίζουμε άσκοπα, σκοτωνόμαστε μεταξύ μας: χωριανοί, γείτονες, ακόμα και αγαπημένα αδέλφια.

Για μια σπιθαμή γη, για έναν τοίχο, για τα σταλάματα… Πάνω στη μοιρασιά… γινόμαστε ρεζίλι.

Γιατί να είναι πλασμένη έτσι η άτιμη ζωή (;!) 
… Και πότε τάχα πρόκειται ν’ αλλάξει (;!)

Μπορεί να μου πει κανείς (;!)


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
05/03/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...