Μια ζωή δουλειά… μέσα στη φωτιά, στο ξενύχτι…!!!
Μόνο οι φουρναραίοι και οι αρμέχτρες, κυκλοφορούσαν χαράματα
στα σοκάκια του χωριού.
Χειμώνα - καλοκαίρι….
Το φούρναρη τον έκοβε
στη μέση το άναμμα και το κάψιμο του φούρνου, το κούφισμα, το φούρνισμα -
ξεφούρνισμα…
(Ξεπλατιζόταν απ’ το φτυάρι, μπάσε - βγάλε τα ταψιά).
Βάλε σ’ αυτή τη μεγάλη κούραση και το άγχος, που τον έτρωγε για
να πετύχει το καλοψημένο ψωμί.
Ο Κώτσιος Σταμούλης - γιος του φημισμένου, «Μήτσιου
Μπιρμπίλι», εκτός της λειτουργίας του, σαν φούρναρης, είχε και κάτι παραπάνω.
Του είχαν κρεμάσει στο λαιμό και το κουδούνι του υπεύθυνου.
Έπρεπε να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την ποιότητα, την
ποσότητα του ψωμιού…
Γενικά για την τάξη, την πειθαρχία στο φούρνο…
Μετά από πολλά χρόνια, που κύλησαν χωρίς να τα καταλάβει,
σου λέει:
Έξι φούρνους ψωμί - συνήθως μπομπότα στην αρχή και μετά καθάριο - έτρωγαν τα τέσσερα
χωριά εκείνη την εποχή.
Κατέφθαναν ένας μετά τον άλλο, την καθορισμένη ώρα, οι
κουβαλητές, φόρτωναν στ’ άλογα - σε ξύλινα κιβώτια - τα υπολογισμένα ψωμιά για
τα χωριά τους.
Ο Μίχος Ντούλες εφοδίαζε τη Γοραντζή, ενώ ο Παναγιώτης
Κούγκουλης, Βάνιστα και Χάσκοβο».
Τα μάτια του Κώτσιου - κανείς δεν γεννιέται μαθημένος - του
τ’ άνοιξε ο Πέτρος Μπάσσιος στους Αγίους Σαράντα.
«Με έβαζε - λέει - σε μια τεράστια σκάφη - τεσσάρων μέτρων - ολόκληρο αλώνι - και ζύμωνα με τα χέρια τη ζύμη για ψωμί.
Σηκωνόμουν στα νύχια να πιάσω την άλλη άκρη της ζύμης, για
να τη γυρίσω…
Ήμουν νέος και δυνατός, (βασικός αμυντικός στην ομάδα ποδοσφαίρου
του χωριού) κι άντεξα το σικλέτι…
Έβγαζα τρεις σκάφες την ημέρα, ζύμωνα κουϊντάλια αλεύρι.
Μου ‘βγαινε η ψυχή…!
Στο φούρνο του χωριού κατέληξα το ’85, μετά από μεγάλη
διαδρομή.
Μετατέθηκα αυτού απ’ τη Φέρμα…».
Πολλά χρόνια φάγαμε καλό ψωμί από τα χέρια του Κώτσιου.
Κάποια στιγμή ασχολήθηκε και με τη μαγειρική. Για να μας
προσφέρει το ποιοτικό ποικίλο και μπόλικο φαγητό.
Στο εστιατόριο της Δερβιτσάνης γύριζαν όλο κέφι, να γευτούν
τα ορεκτικά του πετυχημένου μάγειρα, αρκετοί οδηγοί.
Λουλούδια φυτεμένα από τα χέρια του Κώτσιου, ανθίζουν και
μοσχοβολούν ακόμα και σήμερα στον αυλόγυρο της εκκλησίας της Δερβιτσάνης, στην Αγία Παρασκευή…
Έκανε και νεωκόρος…, βοηθούσε τον παπά στη λειτουργία,
χτυπούσε την καμπάνα… χαρμόσυνα για τις γιορτές, πένθιμα για τις λύπες…
Τώρα, παρήλικος πια, χαίρεται τη σύνταξη…
Καιρός πλέον για ξεκούραση…!
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
08/03/2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου