Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ - ΤΕΛΗ




  (Σκίτσο από τη μικρούλα, Καλλιρρόη Διαμάντη)

Είδα και τις δύο Καλλιρρόες, να  κατευθύνονται προς το μαγαζί:

Την ευκίνητη μικρούλα - φωτιά - που δεν αφήνει πέτρα απανωτή, να τρέχει μπροστά ασταμάτητα.

Και την ηλικιωμένη γιαγιά, πίσω της, να την ακολουθεί λαχανιασμένη και να μην μπορεί να την φτάσει…

Με τη λαχτάρα μην σκοντάψει, πέσει και χτυπήσει η μικρή...

Μακραίνουν συνέχεια τα πόδια της εγγονής, της γιαγιάς κονταίνουν…

Η γιαγιά - Καλλιρρόη, ψάχνει στα ράφια του παντοπωλείου να βρει τα τρόφιμα, που της λείπουν.

Η πανέξυπνη μικρούλα - που δεν έχει ποιανού να μοιάσει - το «επικίνδυνο» ζωύφιο, το ζουλάπι, το ζωντόβολο, όπως αποκαλούν χαϊδευτικά τα σημερινά μικρά οι γιαγιάδες - ξυράφι από το στόμα, δεν την ξεγελάς με τίποτε - αρπάζει ένα στυλό κι ανέμελα φτιάχνει κύκλους σε τεφτέρι πάνω στο τραπέζι…

Κάτω από τους λογαριασμούς της Βέφης…

Μπαίνοντας σε μαγαζί, αντί να ορμίσει με μανία στις σοκολάτες, στα μπισκοτάκια, στις καραμέλιες… σαν να την έβαλε κανείς, σχεδιάζει στο πι και φι ένα πορτρέτο.

Φτιάχνει πρώτα το κεφάλι. Έπειτα με τη σειρά: Τ’ αυτιά, τα μαλλιά, τα μάτια, τη μύτη, το στόμα… Επιμένει περισσότερο στο μούσι…

Κρατάει το στυλό σαν να είναι μεγάλη. Κι όχι σαν μικρούλα 2 ετών..

Σε μεγαλύτερη ηλικία ζωγράφισε κάποτε και η γιαγιά της, τον Κόλη Στέργιο με το ψαρί μουστάκι του.

Καβάλα στον πεταλωμένο γάιδαρο, φορτωμένο με τους ματαράδες, να μεταφέρει γάλα στην πόλη για πώληση.

Τη ρωτάει η καλή γιαγιά όλο περιέργεια:

«Μάτια μου, για πες μου, ποιον ζωγράφισες έτσι;».   

Απαντάει η μικρούλα όλο χαρά:

«Το θείο - Τέλη».

Εννοεί τον κουμπάρο που έχει το μαγαζί.

Και γελάει δυνατά…

Σου μοιάζει  ότι από τώρα η μικρή Καλλιρρόη «ψάχνει» το μυστικό κλειδί της ζωγραφικής. 

Μ’ αυτό αργότερα - όταν με το καλό μεγαλώσει - ν’ ανοίξει την πόρτα της ζωής.

Να ενταχθεί στην μεγάλη στρατιά των ζωγράφων.

Τα καταπληκτικά γνωστά πινέλα του χώρου μας, όπως ο Γιώργος Μήτσης, ο Γιώργος Τζούμπας, ο Οδυσσέας Σέλλειος, ο Σπύρος Διαμάντης, ο Μάνθιος Μπωζιόρης, ο Θοδωρής Ράιδος, ο Ορφέας Σέλλειος…, βλέποντας κι εκτιμώντας το «έργο» της μικρής Καλλιρρόης, θα εκπλαγούν…

Αλλά και θα «ζηλέψουν»…, επόμενο είναι.

Γιατί από τόση μικροί ηλικία, αυτοί δεν διακρίθηκαν…!!!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
05/03/2015




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...