Διπλή η υποχρέωση μου, συνάμα και η συγκίνηση, καθώς τυγχάνει να επιμεληθώ και σχολιάσω το οδοιπορικό αφήγημα «Στα μεθυσμένα Βαλκάνια» του
πεζογράφου, Γιάννη Λίλλη. Είναι συχωριανός μου και ταλαντούχος πεζογράφος. Έχει τη δική του πένα. Τη
δική του φλέβα.
Μετά το ’91, τυχαία,
ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα «Η Δρόπολις Βορείου Ηπείρου», έπεσα πάνω σε ποιήματα και στο συγκλονιστικό διήγημα:
«Το καλαμπόκι του αγά». Μελετώντας τον ποιητικό και πεζό λόγο - όσο ελάχιστον κι αν βρήκα - ανακάλυψα ασάλευτη έμπνευση
πετυχημένου λογοτέχνη.
Νωρίτερα ήταν
παρατημένος. Κανείς δεν ανάφερε ακόμα ούτε το όνομά του. Απαγορευόταν κάθε θετικό
σχόλιο για το «θιγμένο» Γιάννη Λίλλη
(Καραλή). Το πρώην καθεστώς, που
συνήθως σκότωνε σπουδαία μυαλά,
κηλίδωνε ωραία πρόσωπα, μας
έκανε πλύση εγκεφάλου. Μας επέβαλε να βλέπαμε και το Γιάννη μ' άλλο
μάτι.
Από το ξεκίνημα κιόλας, η αφηγηματική περιγραφή - βίωμα του ίδιου του συγγραφέα,
η ραχοκοκαλιά του έργου, είναι η ίδια η ζωή του, ο αγώνας του - σου δίνει να καταλάβεις τη σφιχτοδεμένη παρουσία μιας ευαίσθητης
ψυχής. Την πένα που αφήνει ανεξίτηλα ίχνη πάνω σε χαρτί: «Γκρίζα βουνά, άγριες κορφές με το σταχτί στείρο χρώμα πάνω τους...».
Συχνά γράφει την πολυπόθητη λέξη «λευτεριά». Η καρδιά του φλέγεται από τη
στέρησή της. Μέσα από τις επαναστατικές σελίδες διαπιστώνεις τη λεπτή παρατηρητικότητα του συγγραφέα. Το
δυνατό ανθρώπινο συναίσθημα.
Σεργιανάει
σχεδόν όλα τα Βαλκάνια. Δεν τα περιγράφει.
Τα ζωγραφίζει πειστικά. Με απόλυτη ειλικρινά.
Βουτάει το πινέλο του σε έντονα χρώματα
εποχής πολεμικού.
Είναι πράγματι τεχνίτης της αναπαράστασης.
Συναντάς δύο ειδικότητες στην πένα του. Αυτή του συγγραφέα και του δημοσιογράφου.
Πρωτότυπη, δυνατή η περιγραφή του.
Διαβάζοντας: «Βουνά κι αμέσως κάμποι,
ποτάμια, απότομα ξερολίθαρα κι εκεί που ποτέ σου δεν το περίμενες, λίμνες, θάλασσα», νιώθεις σαν να σου
ακουμπάει πάνω στην απαλάμη ολόκληρο τοπίο.
Περιγράφει με περίσσιο πάθος. Με μεγάλη αγάπη. Ρίχνει γέφυρες. Δεν χωρίζει.
Όλους τους λαούς των Βαλκανίων
τους βλέπει σαν έναν. «Χώρες τρικυμισμένες,
χώμα που ρούφηξε ακατάπαυτα το αίμα των
παιδιών του για το αθάνατο ιδανικό της
λευτεριάς...».
Είναι
συναισθηματικές οι αναλύσεις για το τι χωρίζει κι ενώνει τους λαούς.
Μισεί τον Αχμέτ Ζώγκου, το Μουσολίνι. Τα ξανθιά αγρίμια των γερμανικών δρυμών...
Για να ξεφύγει τα φουσκωμένα όνειρα, την απατηλή πραγματικότητα ο φτωχούλης του
Θεού που κατέβαζε μια φασουλάδα στην κοιλιά είτε μ' ένα ζεστό κομμάτι στη τσέπη να το κυλάει κλέφτικα
στο στομάχι, όλο διαβάζει
Γκόρκι, Χάμσουν. Αναφέρεται και σε άλλα ονόματα γνωστών συγγραφέων. Ξένων κι Αλβανών. Ο Γιάννης Λίλλης είναι
πολυδιαβασμένος διανοούμενος.
Παραδέχεται
ντόμπρα τις σοσιαλιστικές θεωρίες που
ασπάζεται. Τις προοδευτικές ιδέες εκείνου του καιρού, που έχουν κατακλύσει τη
σκέψη του.
Από την Αθήνα ξεκινάει το ταξίδι του. Λέει με περίσσιο πόνο στη μεγαλούπολη,
που την αποχωρίζεται: «Χάθηκες πίσω μου
Αθήνα για να γυρίσεις ολόκληρη μέσα μου».
Περιττός ο κάθε σχολιασμός κι η κάθε ψυχανάλυση γι' αυτή τη φράση.
Βλέπει στη Σκόδρα, μια λίμνη μοιρασμένη. Γελάει με το μοίρασμα. Γελάει με το σύνορο. Αισθάνεται πάνω στο σύνορο σαν ξένος στον αφαλό δύο ξένων κρατών. «Όσο με κάνουν δικό τους οι λαοί, τόσο με αποξενώνουν τα κράτη...», γράφει. Σαν να
προμηνούσε από τότε την Ευρώπη χωρίς
σύνορα. Την Ενωμένη Ευρώπη.
Αναλύει το λαό της ίδιας χώρας, της ίδιας πόλης, που τον χωρίζει η θρησκεία. Οι
δύο εκπρόσωποι των θρησκειών του
φαίνονται σαν δύο αδέρφια που χώρισαν τους
λαούς. Που μοίρασαν φιλικά τα ιδεολογικά
τους συμφέροντα. Συμπεράνει: Οι θρησκείες δεν αλλάζουν το αίμα.
Περιγράφει τη φτώχια ως το γόνα. Λυπάται το μαλεσόρο, το γκέκα, που πάει στην αγορά για ν’ αγοράσει τ' αλάτι του σπιτιού και λίγο χοντρό πανί
για πουκάμισο. Με τα τσαρούχια που
ράβει μόνος του από γουρουνόδερμα
και το ποτούρι του μικρό, στενό. Ως εκεί που δεν πάει.
Η άθλια κατάσταση αυτού του τόπου του σκοτώνει την ψυχή.
Απέραντη συμπάθεια απλώνεται μέσα του για τον συνάνθρωπο. Ποθεί να πιάσει σαν από το χέρι το βορινό αυτό μουζίκο. Να τον σκουντήσει. Να του
δείξει το δρόμο του λυτρωμού.
Είναι αγωνιστής. Στην πρώτη γραμμή. Διοικητής διμοιρίας: «Το βράδυ πιάσαμε θέση
στα υψώματα του Δυρραχίου. Οι δύο διμοιρίες μου
με κυκλώνουν για να πάρουν
τις τελευταίες διαταγές». Και πιο κάτω: «-Κύριε διοικητά, πρέπει να πάτε πίσω μας! Την πρώτη σφαίρα δεν πρέπει να τη φάτε
σεις! Είσθε ο αξιωματικός μας κι η πατρίδα
έχει μεγαλύτερη ανάγκη από σας!».
Ενώ ο λαός αντιστέκεται, πάει να δημιουργήσει με τις θυσίες του το είκοσι ένα, «ο
βασιλιάς αδειάζει τα ταμεία, ετοιμάζει τις βαλίτσες για το προδοτικό του ταξίδι». Η 7
του Απρίλη βάφτηκε με αίμα.
Πέρασμα από Αλβανία σε Σερβία, σε Σκόπια, σε Ελλάδα. Και ξανά επιστροφή σε
Αλβανία. Όμως αυτή τη
φορά για να συλληφθεί στην Κακαβιά. Να φυλακιστεί ο μάχιμος συγγραφέας. Να συρθεί σε κελιά. Αγίων Σαράντα,
Τιράνων...σαν Έλληνας κατάσκοπος... σαν...
Ενώ βρίσκεται στα Γιάννενα, με την περιγραφή του σε στέλνει στα διάφορα μέρη των
βαλκανικών χωρών που επισκέφτηκε πρόσφατα. Στη φαντασία σου προσπαθεί να τα σμίξει σε ένα: «Απλώνω ακόμα νοσταλγικά τις σκέψεις μου στη μισοανατολίτικη ατμόσφαιρα της ηπειρωτικής πόλης. Πλανιέμαι στα
στενά της κι είναι στιγμές που πιστεύω ότι χώνομαι κλέφτικα σε κάποιο μαχαλά της Σκόδρας, στα πνιγηρά σοκάκια των Τιράνων. Πόσο μοιάζει ο Κουραμπάς με το μικρό κήπο που σεργιάνισα λίγες ώρες στα
Σκόπια κι αυτός ο δρόμος που 'χω
τώρα μπροστά μου, δεν μπορεί να ’
ναι άλλος από εκείνον που μ' έμπασε στα πρώτα χαμηλόσπιτα του Μοναστηριού».
Παρουσιάζουμε με ικανοποίηση κι άλλα κομμάτια από το βιβλίο. Αφορούν την
παρουσία του συγγραφέα στην Κορυτσά: «Σε πολλά σπίτια άκουσα καθάρια την ελληνική γλώσσα κι έξω σπάνια να
κλέψει τ' αυτί μου μια ελληνική λέξη... Να πιστέψω ότι τη νύχτα η πόλη είναι ελληνική και την ημέρα
αλβανική; Δεν ξέρω. Αλλά
τούτη η μορφή της δε μου φαίνεται άγνωστη. Οι πολιτείες δεν έχουν απάνω τους την εθνικότητα,
αλλ' όπως βλέπω τα
σπίτια, τους δρόμους, τους ανθρώπους ακόμα της Κορυτσάς, μου φαίνονται τόσο
γνώριμοι». Λέει τόσα πολλά. Κι επινοεί
ακόμα περισσότερα. Μόνον με λίγες φράσεις.
Προσέξτε παρακάτω πόσο ταυτίζεται με τη σημερινή
κατάσταση των Βαλκανίων η προχωρημένη σκέψη του: «Ζητώ τις ψυχικές αντιθέσεις, τις μεγάλες διαφορές που χώρισαν αυτούς τους
λαούς (τους Βαλκανικούς)
σε ιδιαίτερα κράτη, φυτεύοντας μέσα τους το μίσος
και το έγκλημα».
Δεν τρέφει μέσα του κανένα είδος εθνικιστικού φανατισμού.
Γράφει: «Από χρόνια τώρα οι λαοί μέσα μου
δεν δημιούργησαν ξέχωρη συμπάθεια και τους εκτιμούσα
ανάλογα με την πνευματική τους στάθμη».
Μιλάει για ήθη κι έθιμα. Για φιλοξενία: Τe
tan robt e mi
jane sherbetoret e
tu (όλοι οι σκλάβοι μου είναι υπηρέτες σου), «όλο το σπίτι είναι δικό σου», «νια γυναίκα να μας βοηθάει να
βγάλουμε τα παπούτσια», «το ρακί δεν λέει
να σηκωθεί από μπροστά μας», «είκοσι
κεφάλια και διπλάσια χέρια, σκυμμένα με κατάνυξη περίμεναν ν’ αρχίσει η λειτουργία του καθυστερημένου δείπνου». Περιποιούνταν ακόμα και τα άλογα. Τα πότιζαν, τα τάιζαν. Ο φιλοξενούμενος
δεν αποχτούσε μονάχα δικαίωμα στις
γυναίκες, αλλά το σπίτι αυτό
θεωρούσε μεγάλη τιμή να κοιμηθεί μαζί τους.
Η άρνηση δημιουργούσε ακόμα και έχτρα.
Μιλάει
για τη βεντέτα. Για το αίμα, για
την εκδίκηση. «...κι όταν σωθούν από ένα
σπίτι οι άντρες, συνεχίζουν το
καθήκον οι γυναίκες». Πέρασε σε μέρη που
δεν μιλάν οι άνθρωποι, μα το ντουφέκι. Που σου λένε: «Έτσι το 'χουμε εμείς στα μέρη μας…».
Μετρώντας τον παλμό των Βαλκανίων καταστάλαξε στο
συμπέρασμα, που είναι νωπό, επίκαιρο: «Αυτή είναι η μοίρα του βαλκανικού κόσμου που αιώνες τώρα δεν όρισε ποτέ μοναχός την τύχη
του».
Στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης συνοδοιπόρο έχει το Ρώσο συνταγματάρχη. Που
όταν τον πρωτογνώρισε
στη Σκόδρα, τον αποκάλεσε «ξένο που δεν είχε καμιά συγγένεια με τη βαλκανική ψυχή... σαράντα τόσα χρόνια στον τόπο
του και κάνα δεκαριά μονάχα σε τούτα
τα κατσάβραχα. Η διάπλατη σκέψη του πώς βολεύτηκε τόσο γρήγορα με τη ντόπια
κατήφεια, μου φαίνεται πολύ δύσκολο
να το καταλάβω. Το συμφέρον τάχα ν'
αλλάζει τόσο βιαστικά την πατρίδα;». Μετά, ενώ τον έζησε έντονα, γράφει γι' αυτόν και τον εαυτό του: «Τώρα πιότερο αισθάνομαι πως αυτός ο
άνθρωπος δεν είναι ξένος σε μένα. Ας
είναι αυτός από τη Ρωσία, ας είμαι
εγώ Έλληνας. Ας ζούμε και οι δύο στην απειλητική φύση μιας ξένης χώρας.
Παιδιά της γης που δεν έχει σύνορα, είμαστε
έτοιμοι να θυσιαστούμε ο ένας για τον άλλον».
Είναι πολλά τα σημεία, που εκφράζει το βαθύ συναίσθημα που είναι Έλληνας. Στη Σκόδρα, στα Τίρανα, στη Σερβία, στη φυλακή... Αισθάνεται υπερήφανος
και τυχερός.
Επικοινωνεί με τον αναγνώστη στο πρώτο πρόσωπο. Για να τον φέρει πιο κοντά. Να τον μπάσει καλύτερα μέσα στην ιστορία του. Στον αγώνα του.
Περιγραφές, που τις ζηλεύομε κι εμείς τώρα, μετά από τόσα χρόνια. «Η πόλη
κουρασμένη, ξαπλώθηκε λες μπρούμυτα στον
άχαρο κάμπο και κρύβει το πρόσωπο της από
περασμένες αμαρτίες». Σαν να 'ναι ανθρώπινη
ύπαρξη. Να δέρνει μέσα της ψυχή.
Τα Τίρανα τα συγκρίνει μ' ένα μεγάλο χωριό, «που ανέλαβε έτσι
βιαστικά τα βαριά καθήκοντα της πρωτεύουσας.
Μ' έναν κόσμο που ο άρχοντάς του, λέει για
το βασιλιά Ζώγκου, υπέγραψε να τον παραδώσει στο θάνατο».
Τα πάντα γύρω του τα συγκρίνει με το μοναδικό σημείο αναφοράς: τον τόπο του.
Το φρούριο Ροζάφα το συγκρίνει με
ιλλυρική ακρόπολη της Σκόδρας, τα στενά
δρομάκια των Τιράνων ή Μοναστηριού με αυτά των Γιαννίνων...
Καιρός
που η Ιταλία έταζε στην Αλβανία τα Γιάννενα
και την Πρέβεζα. Χώρισε με την προπαγάνδα
της, με τα μίση δύο αδελφούς λαούς. Όταν φίλος του συγγραφέα, ο ιστορικός Πέπο έλεγε: «Είμαστε Αλβανοί, αλλά για την Ελλάδα είμαι έτοιμος να
χύσω το αίμα μου. Είναι η δεύτερη πατρίδα
μου».
Όμως
το κακό είναι ότι μπήκαν στη μέση οι φανατισμοί
και τα συμφέροντα. «Ο ένας λαός έγιναν δύο και η γκρίνια που έσπειραν ανάμεσα
τους οι μεγάλοι, έδωσε πλούσια «βλάστηση»
ως τα χρόνια μας. Μολαταύτα η Ελλάδα
δεν έπαυε να θρέφει πνευματικά την Αλβανία. Και η ελληνική γλώσσα ομιλείται και
στα τουρκικά σαλόνια ακόμα, όπως
μιλάει γαλλικά το Κολωνάκι....».
Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Σαν να 'ναι προφήτης ο Γιάννης Λίλλης. Τα
Βαλκάνια παραμένουν μπαρουταποθήκη.
Έτοιμη να εκραγεί.
Τετριμμένη
η γλώσσα του έργου. Είναι αυτή της καθημερινής
επαφής των ανθρώπων μας. Κατανοητή και γεμάτη ζωντάνια.
«Κάποιος φόνος πάλε», γράφει. Όχι πάλι. «Άξαφνα» λέει. Όχι ξαφνικά. Χρησιμοποιεί
τη λέξη «αχαμνά» στη θέση της
λέξης «αδύνατα». Του αρέσει να
προφέρει τη λέξη
«σκιάζει» παρά τη «φοβίζει». Αγαπάει τον τόπο του, τη γλώσσα των δικών του ανθρώπων. Των Δροπολιτών. Των Βορειοηπειρωτών.
Η ποιότητα του λόγου του με συνάρπαξε. Μ’ έβαλε στα μυστικά της τέχνης του.
Μην ξεχνάμε. Υπάρχουν και άλλα έργα του. Πού θα παν. Θα βρεθούν κι αυτά τα έργα
του Γιάννη Λίλλη. Θα
τραβήξουμε τη σκόνη από πάνω τους. Θα τα φροντίσουμε, θα τα επιμεληθούμε. Είναι χρέος μας.
Πάνω στο πιεστήριο τώρα βρίσκεται η πραγματεία του «Η Λιούντζη του
Αργυρόκαστρου. Ιστορία - Λαογραφία».
Γιώργος
ΜΥΤΙΛΗΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου