Καθημερινά, σχεδόν την ίδια ώρα - πρωί κι απόγευμα - ο μπάρμπα -
Πύλιος (Κύρος) Νίκος ξεπορτίζει από το σπίτι του.
Η διαδρομή του είναι ως τα ξύλινα καθίσματα του γηπέδου -
στα οποία ξεκουράζεται, παίρνει μιαν ανάσα - κι επιστροφή.
Ο μπάρμπα - Πύλιος έχει μια παράξενη συνήθεια:
Προτού μαζευτεί σπίτι, ανεβαίνει στο πεζούλι του τριγώνου -
ανθόκηπου του χωριού - και την αράζει στα γόνατα.
Ακουμπάει σε πέτρινη κολόνα, παίζει κομπολόι και λογιάζει τον
κόσμο που διαβαίνει…
Σταματούν ορισμένοι μπροστά του και πιάνουν μαζί του κουβέντα.
Όταν βλέπει τον άλλο απαισιόδοξο, απογοητευμένο, λόγω
κρίσης, ο μπάρμπα - Πύλιος τού λέει μόνο μια λέξη:
«Στεριώσου…!».
(Στο πρώην σύστημα αρκετά χρόνια φύλαγε τα ντουφέκια).
Πάντα στη βάρδια του τον έτρωγε σαν το σαράκι η αϋπνία και η
ευθύνη.
Σ’ ελεύθερο χρόνο, ανηφόριζε στην κορυφή του βουνού και
μάζευε κλωνί το κλωνί τσάι, σαλέπι, ρίγανη…
Για το σπίτι και για πώληση.
Πατούσε τα παλιά λημέρια:
Το Λουίζι, το Γκουριάνι, τη Ζγκόρα…τοποθεσίες που σε νέα
ηλικία έβοσκε τα στείρα… φόρτωνε στις στάνες κοπριά και την κουβαλούσε με
τ’ άλογα στον κάμπο, για τα γεωργικά φυτά…
Έκανε ένα φεγγάρι κι αγροφύλακας …
Τ’ άρεσε πολύ η πάλη. Δώσε μου μέση να σε ρίξω, έλεγε ακόμα και
σε νεαρούς.
Είχε λόξα και με την ιππασία.
Τα ‘βαζε με τον Σταύρο Γκούτζο, τον Λέο Μπόμπολη…, 20 με 25
χρόνια μικρότεροι απ' αυτόν…
Δεν τον πόνεσε δάχτυλο, δεν ήπιε χάπι. Τον πήρε με το καλό η ζωή.
Σου εξηγεί:
«Τη μάνα μου μοιάζω, που πήρε πολλά
χρόνια, έχω την κράση της κι εγώ».
Βλέπει στο δρόμο νεαρό, με «σκισμένο» καινούργιο παντελόνι,
γελάει κάτω από τη μύτη και σου λέει:
«Στα χρόνια μας - με φτώχεια ως το γόνατο - μπαλώναμε απανωτά τα
σκισμένα παντελόνια, τώρα οι νέοι μόλις τ’ αγοράζουν τα σκίζουν οι ίδιοι.
Τι μόδα είναι αυτή, έλα να τη βρεις.
Τρώνε και του πουλιού το γάλα, φύτρωσαν στις καφετερίες κι
όμως…, όποιος σπείρει ας τα θερίσει κατάντησαν τώρα στη γενικότητα οι νέοι.
Τώρα δεν καταλαβαίνουν τι καιρός περνάει, όμως… μεγαλώνοντας θα τους
έρθουν τα μυαλά…»
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
10/03/2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου