Ακουμπισμένος ώρες πάνω σε δεκανίκια...
Δεν απλώνει χέρι πείνας.
Απλά κοιτάει κατάματα τους περαστικούς.
Απλά κοιτάει κατάματα τους περαστικούς.
Καλοξυρισμένο το ξερακιανό του πρόσωπο. Πεντακάθαρο.
Τα μαλλιά του κοντά και περιποιημένα. Η φορεσιά του σεμνή κι ατσαλάκωτη.
Τα μαλλιά του κοντά και περιποιημένα. Η φορεσιά του σεμνή κι ατσαλάκωτη.
Όλο το είναι του μιλάει για καλοσύνη.
Κι όμως η μοίρα τον τιμώρησε. Του λείπει το ‘να πόδι. Το ‘χει ακρωτηριασμένο.
Κι όμως η μοίρα τον τιμώρησε. Του λείπει το ‘να πόδι. Το ‘χει ακρωτηριασμένο.
Το δεξιό σκέλος του τζιν παντελονιού του μαζεμένο προσεκτικά και περασμένο στη
λουρίδα.
Σταμάτησα μπροστά του. Το χέρι μου ενστικτωδώς μπαίνει στη τσέπη μου, βγάζει ψιλά και τα προσφέρει
στον ανάπηρο.
Το σταρένιο χρώμα του προσώπου του κι άλλα χαρακτηριστικά, μαρτυρούν την
καταγωγή του.
- Απ’ Αλβανία είμαι - μου λέει - μετά από ερώτημα.
Χαμογελώντας με δυσκολία, του μιλώ στη γλώσσα του…
Μου λέει και τ’ όνομά του, τα 27 του χρόνια, την καταγωγή του, το Ελμπασάν,
τη διαμονή στην Πατησίων…
Έπειτα μάγκωσε η αφήγησή του στο επεισόδιο, που τ’ άλλαξε όλη τη ζωή:
«Το πόδι, μου το πήρε το ’97. Τσιγγάνοι λογομαχούσαν για ξεκαθάρισμα
λογαριασμών κι έφτασαν στο τουφεκίδι. Πάνω στην ανταλλαγή πυρών το πλήρωσα εγώ».
Λυπήθηκα τον ανάπηρο Τάνη και συγχρόνως σιχάθηκα τη βρώμικη κοινωνία. Η
οποία δεν συμπαραστέκεται, δεν αντιμετωπίζει τέτοιου είδους οδυνηρές καταστάσεις...
Ενώ προχωράμε μαζί - ακολουθώ τον ανάπηρο στο τρίκλισμα - του προτείνω να
μην καθίσει με τα χέρια σταυρωμένα:
«Ν’ απευθυνθείς σε ίδρυμα. Εδώ ή στην πατρίδα σου. Που να ξέρεις, ίσως ψυχοπονέσει κάποιος και σου απλώσει χείρα βοήθειας.
Για να ζήσεις πιο άνετα.
Το πεζοδρόμιο είναι σκληρό...
Δεν ξέρω αν συμβουλεύτηκες ορθοπεδικό για πιθανή λύση μέσω τεχνητού ποδιού. Για να σταθείς στα πόδια σου…».
Για να ζήσεις πιο άνετα.
Το πεζοδρόμιο είναι σκληρό...
Δεν ξέρω αν συμβουλεύτηκες ορθοπεδικό για πιθανή λύση μέσω τεχνητού ποδιού. Για να σταθείς στα πόδια σου…».
«Λαμβάνω αναπηρική σύνταξη απ’ την Αλβανία, που δεν αρκεί ούτε για ξερό
ψωμί. Στη Γερμανία ξέρω ότι βάζουν προσθέσεις.
Όμως χρειάζονται πολλά λεφτά. Που δεν τα ‘χω. Κι ούτε μπορώ να τα εξασφαλίσω».
Όμως χρειάζονται πολλά λεφτά. Που δεν τα ‘χω. Κι ούτε μπορώ να τα εξασφαλίσω».
Κουβέντα την κουβέντα περάσαμε το
φανάρι και θα χωρίζαμε μπροστά στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην Ομόνοια.
Ο Τάνη πήρε την «Δώρου», ενώ εγώ την «3ης Σεπτεμβρίου».
Για τη δουλειά μου εγώ, τη μετάφραση, για άλλο στέκι ζητιανιάς αυτός.
Για τη δουλειά μου εγώ, τη μετάφραση, για άλλο στέκι ζητιανιάς αυτός.
Που δεν τ’ αρμόζει, αλλά δεν βρίσκει άλλη διέξοδος.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
08/02/2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου