Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΜΑΝΤΕΛΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

(Μια πινελιά για μια ζωή αντίσταση…)

«Είδα το Σταύρο Γκούτζο δεμένον χειροπόδαρα στην πιο δύσκολη φυλακή.

Παρόλο που το Σταύρο, τον είχαν σταυρωμένο σαν το Χριστό, δεν τον λύγιζαν εύκολα.

Έβριζε ακατάπαυτα - κανονικά - το τυραννικό  καθεστώς.

Ξεκινούσε η διαμαρτυρία του για τις απαράδεκτες, άθλιες συνθήκες στα κελιά, για το μπαγιάτικο ψωμί, που τρώγαμε…

Και κατέληγε - με τα λίγα γράμματα και την απλή του λογική - στο αυτονομιακό δικαίωμα του τόπου του…

Όσο περισσότερο αντιστέκονταν ο κρατούμενος - αφού τον έπνιγε η αδικία - τόσο πιο  δυνατά έσφιγγαν οι αλυσίδες τη σάρκα του.

Απ’ τις ανοιγμένες πληγές στο σώμα του στάζαν συνέχεια αίματα.

Τέτοια θυσία, παλικαριά και τόλμη, δεν πιστεύω να δουν πια τα μάτια μου…

Ο Σταύρος, αναμφισβήτητα, στέκει πάνω απ’ όλους τους φυλακισθέντες εκείνης της καταραμένης εποχής…».

Αυτά από το Σενιτσιώτη, Σπύρο Τσαμπίρη.

Τον Πίπο, που έζησε μόνο λίγους μήνες τον Τσιάβο στα κάτεργα των χειρότερων φυλακών της Αλβανίας.

Στο Σπάτσι της απάνθρωπης, απόλυτης σκληρής δοκιμασίας.

Η ζωή του Τσιάβου ήταν στενά συνδεδεμένη με την εμμονή της δραπέτευσης.

Δοκίμασε μερικές φορές να φύγει από την κόλαση, να βγει από το τεράστιο κελί της απομόνωσης, που τον έπνιγε, όμως… μοιραία στάθηκε η κάθε προσπάθειά του.

Το χωριό του, η Δερβιτσάνη, μερόνυχτα, όταν τον καταδίωκαν οι αρχές - μέσα στο βαρύ χειμώνα -  μ’ αστυνομία, χαφιέδες και στρατό, ζούσε σε πανικό, σ’ απόλυτη πολιορκία.

Τον συλάμβαναν, τον τιμωρούσαν παραδειγματικά, αυτός ξανά το ίδιο βιολί…

Δεν άλλαζε γνώμη, δεν έκανε πίσω με τίποτε.

Κι ας του κόστιζε αδρά η αντίσταση - η «παράνομη» δράση - ας την πλήρωνε ακόμα και με τη ζωή του.

Δεν τον έμελλε.

Μετά από την τελευταία απόδραση από τις φυλακές του Σπάτσι, επειδή μέσα στα χιόνια και στα κρύα πάνω στο σύνορο, κινδύνεψε η ζωή του φίλου του, για να τον σώσει παραδόθηκε.

Τότε το Δικαστήριο, μ’ απόφαση «Στ’ όνομα του Λαού» τον τιμώρησε εις θανάτον.

Τον γλίτωσε στο παρά πέντε η αμνηστία του ’78. Η «χάρη», που δόθηκε αποκλειστικά, μ’ εντολή του δικτάτορα, μετά την επίσκεψή του στη Γράψη, σε Μειονοτικούς πολιτικούς κρατούμενους.

Την αλήθεια δεν την κρύβει ο Τσιάβος. Σου τη ρίχνει κατάμουτρα:

Το ’97, όταν υπηρέτησε ένα φεγγάρι στο Ελληνικό Προξενείο στ’ Αργυρόκαστρο και δολοφονήθηκε άδικα τότε ο Κολλάς, ντόμπρα ο Τσιάβος δήλωσε:

«Από μέσα φάγανε τον Κίτσιο…!

Αδελφικό ήταν το θανατηφόρο βόλι κι από κοντινή απόσταση…, μην ψάχνεστε…;!»
  
Το περίεργο όλης της ζωής του Σταύρου, το σφραγίζει καλύτερα, ασφαλώς με τον δικό του τρόπο, ο Νίκος, ο πεθερός του με την έκφραση:

«Όταν όλος ο κόσμος ήταν εδώ, ο Τσιάβος, βάζοντας το κεφάλι στον τορβά, ήθελε να φύγει.

Τώρα, που ο περισσότερος κόσμος έφυγε, ο Τσιάβος δεν το κουνάει από τον τόπο…»

- Δημοκρατία, ελευθερία… όπως παντού, έχουμε και στην Βόρειο Ήπειρο - λέει ο Τσιάβος, ο Μαντέλα του τόπου μας. - Ποιος ο λόγος να την εγκαταλείψω τώρα…

… Και συνεχίζει, μαζί μ’ όλη την οικογένεια, τη δουλειά του:

Εκτρέφει γελάδια, οργώνει με το τρακτέρ, σπέρνει τα χωράφια, κουβαλάει την παραγωγή…

Παλεύει, με νύχια και με δόντια, τη δύσκολη ζωή…!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
26/02/2015 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...