Το Νταμπόρι παλιά ήταν η πιάτσα του χωριού.
Ο κόσμος, κατηφορίζοντας από το Μοναστήρι, από την Παναγιά… αυτού
έστηνε το χοροστάσι.
Μικρός φέρνω στο νου μου δύο πρόσωπα, που κρατούσαν στα
χέρια υψωμένο το μπαϊράκι:
«Όταν είχαμε πόδια, δεν είχαμε παπούτσια, τώρα που έχουμε
παπούτσια δεν έχουμε πόδια».
Κάνοντας τόσο απλά, τη διαφορά ανάμεσα σε δύο συστήματα.
Στο καφενείο του Κίτσιου Κότρου, που περισσότερο ήταν στέκι
κουμαρτζήδων, ο κόσμος έπινε καφέ.
Έτρωγε και το νόστιμο κέικ, που ετοίμαζε ο ίδιος.
Ο γκέγκας, που ερχόταν πεζός από την πέτρινη πόλη, με το
ταψί στημένο πάνω στο κεφάλι, έπιανε μιαν άκρη και πωλούσε την πραμάτεια του:
Τα κοκοτσέλια, το χαλβά, τις σιούφρες, τα κούφια, τις καραμέλες…
Στο Νταμπόρι ακουμπούσαν τη μία πλάτη δύο γιοφύρια, που σ’
έβγαζαν αντίπερα. Της εκκλησίας στο «Μεσοχώρι» και του Τσιάμη, στην «Παλιουριά»…
Η πλατεία της χαράς - του τρικούβερτου γλεντιού ήταν συνάμα
και πλατεία των δακρύων.
Από κει ξεπροβοδούσε το χωριό, με πολύ πόνο, τους άνδρες για
την ξενιτιά.
- Την ίδια μέρα - λένε - ξεπροβόδησε 70 άτομα -.
Λαβώθηκε βαριά…
Από την πόρτα της εκκλησίας, προς το Νταμπόρι, όπως κι απ’
τις άλλες πόρτες, μπαίνουν - βγαίνουν τα βαφτίσια, τα στεφανώματα…
Όμως, αποκλειστικά από το Νταμπόρι, βγάζουμε τους νεκρούς…Και
τους συνοδεύουμε στο τελευταίο τους ταξίδι…
Ολοκληρώνεται ο κύκλος της ζωής.
Επειδή ορισμένοι συγχωριανοί αντιστάθηκαν
στους Γερμανούς, οι μπαλίστες διέταξαν την Κόλη Ζντάβαινα - τον τελάλη του χωριού - να φωνάξει για να μαζευτούν όλοι οι άνδρες στο
Νταμπόρι.
Αυτή είπε με
το χωνί:
«Βγείτε λεμόνια και μπείτε πορτοκάλια!».
Αποκωδικοποίησαν το μήνυμα σωστά οι δερβιτσώτες. Κρύφτηκαν οι νέοι ή πήραν τα βουνά, ενώ οι γέροντες ροβόλησαν στην πιάτσα…
Οι μπαλίστες, για να μην έκαιγαν και ρήμαζαν το χωριό,
ζήτησαν από τους χωριανούς πεντόλιρα - χρυσαφικά, ότι πολύτιμο είχαν και δεν
είχαν…
... Το Νταμπόρι με τις κακοτράχαλες πέτρες και τα χώματα, ισοπεδώθηκε.
Καλλωπίστηκε.
Πρόσφατα έπεσε πάνω του μπετό, καθάρισε ο τόπος.
Έγινε ωραίος χώρος για βόλτα.
Πίνοντας καφέ, κάτω από το πλατάνι, παρέα με συγχωριανούς,
κάθεται ο Νάσιος Μήλλος και σου λέει:
«Έτσι όπως διαμορφώθηκε το Νταμπόρι τώρα, δεν είναι καθόλου
περίεργο να μετατραπεί ξανά σε πιάτσα του χωριού…
Βγαίνοντας απ’ την εκκλησία το νιόπαντρο ζευγάρι, εδώ να
στήνει το χορό, να γλεντάνε οι χαρατσάροι.
Και το χωριό χαρούμενο, συγκεντρωμένο γύρω, όπως παλιά, να
κάνει σεργιάνι…»
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
18/02/2014
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου