Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΦΑΜΙΛΙΑ ΜΟΥ…!!!»

(Συνέβηκε πριν από 50 χρόνια...)

Το πρωτοφανή φαινόμενο, η σημερινή πλημμύρα στο χωριό, μου θυμίζει μιαν ιστορία φόβου, που την έζησα μικρός.

Τότε είδα από κοντά να κινδυνεύει η ζωή συγχωριανών…

Μετά τη βροχή, ενώ είχε φουσκώσει το ποτάμι, μικρά παιδιά φτιάχναμε παρέα βάρκες με χαρτί στο γιοφύρι του Κολλά και τις ρίχναμε στα νερά, που κατέβαιναν από τα Τρεκουλάκια, τη Δολιανή, τις Μούρσες...

Οι περισσότερες βάρκες πνιγόταν.

Όσες άντεχαν συνέχιζαν να πλέουν άνετα προς τα Μουσιά…

Ήταν πρόγευμα. Ο δρόμος που σε οδηγεί στο δημόσιο ήταν πνιγμένος.

Τ’ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Γιώργος Κονόμος, παίρνει προσεχτικά τη στροφή και κατευθύνεται προς το χωριό.

Στην κλειστή καροσερή είχε μέσα συχωριανούς που είχαν πάει στην πόλη για ψώνια και γύριζαν. 

Κάπου, μεσοδρομίς, τ’ αυτοκίνητο βγαίνει απ’ το δρόμο...

Ευτυχώς ακουμπάει η πλάτη του σε γκορτσιά, δεν αναποδογυρίζει τελείως κι αποφεύχθηκε έτσι ο κίνδυνος να θρηνούσαμε νεκρούς.

Μικρός, θυμάμαι σαν να είναι τώρα, το κλάμα από φόβο και τα δυνατά χτυποκάρδια μου.

Φέρνω μπροστά στα μάτια μου την εικόνα με τους τρομαγμένους συγχωριανούς να βγαίνουν ένας - ένας πάνω στον πνιγμένο δρόμο.

Να είναι βρεγμένοι πατόκορφα και να έχουν τα σακούλια κρεμασμένα στους ώμους...

Τα ψωμιά, τα φασόλια, τα κρεμμύδια…να πλέουν πάνω στο νερό.

Μόνο ο μυλωνάς του χωριού, ο Σπύρος Γκούτζος, ξέσπασε σε φωναχτά:

- Θοδώρα μου, Βέφα μου, Γιάννη μου, Μάξη μου, Λάκη μου…

Έπιασε όλα τα ονόματα των μελών της οικογένειάς του με τη σειρά…

Κι έκλεισε το εκφοβισμένο παράπονό του με δύο μόνο λέξεις:

- Φαμίλια μου…!!!

  
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
01/02/2015


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...